ΕΙΜΑΣΤΕ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΙ;

2013-07-06 17:59
Ο Χριστός με το στόμα του αποστόλου Παύλου, όταν ο τελευταίος απευθύνεται στους Θεσσαλονικείς, τους παροτρύνει να προσεύχονται αδιάλειπτα, δηλαδή αν είναι δυνατόν, να μη σταματούν καθόλου να επικαλούνται το άγιο έλεός Του νύχτα και ημέρα. Η παρότρυνση αυτή ήταν γενική και απευθυνόταν σε μικρούς και μεγάλους, αγάμους και εγγάμους, κληρικούς και λαϊκούς των πόλεων και των χωριών. Δεδομένου ότι τα πρώτα οργανωμένα κοινόβια εμφανίζονται τον 4ο αιώνα, το επιχείρημα που χρησιμοποιούν ευσεβιστικοί,
ιδιαίτερα, κύκλοι, ότι η αδιάλειπτη νοερά προσευχή είναι για τα μοναστήρια, αποδεικνύεται αίολο και έωλο, που σημαίνει ανεδαφικό, ανερμάτιστο, ανέρειστο και μπαγιάτικο αντίστοιχα. Άλλωστε, όσοι φώναξαν το Χριστό με το όνομά Του και θεραπεύτηκαν, ούτε κατά διάνοιαν από μοναχισμό ήξεραν. Είναι γεγονός μάλιστα, πώς σε καμία άλλη αρετή δεν έχει αναφερθεί η παρώθηση για το αδιάλειπτο.

Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος μιλώντας για την προσευχή την παρομοιάζει με τη μάνα όλων των αρετών, εκείνη που γεννάει τις αρετές. «Αιχμαλώτισε τη μάνα και θα σου δώσει τα παιδιά», μας λέει ο ίδιος. Απόδειξη τούτου ο Παναγιώτατος πατριάρχης Φώτιος, ο οποίος χωρίς να είναι μοναχός και έχοντας επιφορτισθεί με τις ευθύνες της τεράστιας επισκοπής της Κωνσταντινούπολης, διδάχθηκε τη νοερά προσευχή και είχε προκόψει μάλιστα σε αυτή τόσο πολύ, ώστε το πρόσωπό του, σύμφωνα με το βιογράφο του Συμεών
Θεσσαλονίκης, έλαμπε από τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος ως δευτέρου Μωϋσέως. Κι αυτό γιατί η Χάρη παρακολουθεί όχι τόσο τις εξωτερικές συνθήκες και το μέγεθος των παθών, όσο τη δική μας βία εναντίον τους και βάσει αυτής κανονίζει την έκβαση των πειρασμών και της πνευματικής μας πορείας. Αλλά και άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς επτά αιώνες πριν, μας συμβουλεύει να διδάσκουμε την προσευχή Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με ακόμη και δημοτικό σχολείο, σε πείσμα των αντίξοων συνθηκών στην εκπαίδευση σήμερα, η οποία ενδιαφέρεται για την καλλιέργεια μόνο του μυαλού, εις βάρος της ψυχής, που αν δεν τραφεί με τη Χάρη του Θεού, καταντάει ο άνθρωπος μια θλιβερή ύπαρξη ανάπηρη ν’ αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί. Έτσι, αποτέλεσμα έχουμε αυτό που αποκαλούμε, κακώς κατά τη γνώμη μου, δυτικό τρόπο ζωής, και που αποτελεί όντως μια στάση ζωής, μια mentalité που μας πηγαίνει προς το νεοποχίτικο στυλ διαβίωσης και συμβίωσης, όπου όλα αλέθονται, ίσως και να επιτρέπονται, αφήνοντας στο τέλος μιαν απίστευτη αίσθηση βαθιάς απογοήτευσης. Το φοβερό πάντως είναι, ότι ακόμη και από αυτό που αποκαλούμε δυτικό τρόπο ζωής, εμείς προσλαμβάνουμε μόνο τα αρνητικά στοιχεία και απορρίπτουμε τα θετικά.
Στα τελευταία χρόνια, μία μεγάλη ιεραποστολική φυσιογνωμία, ο γέροντας Ιωσήφ ο σπηλαιώτης, πνευματικός πατέρας και πάππος πληθώρας μοναστικών αδελφοτήτων ανά την υφήλιο, στοιχούμενος στη γραμμή των παλαιοτάτων Πατέρων, μέσα από τις επιστολές του, παροτρύνει δεκάδες λαϊκών, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, να ασκούνται στη συνεχή -κυρίως προφορική- επίκληση του Ονόματος του Χριστού.
Η σωστή, η αληθινή προσευχή, ξεριζώνει όταν επιμένει ο άνθρωπος και τους πιο επίμονους λογισμούς· αποδιώκεται η οργή, απομακρύνεται η αυθάδεια, εκχέεται η χαρά στην καρδιά, καίγονται οι σαρκικοί λογισμοί, τονώνεται το αγωνιστικό φρόνημα κατά της σάρκας, του κόσμου και του διαβόλου, εξαφανίζεται η κατάθλιψη και κυρίως υπογράφεται η πνευματική μας χρεωκοπία: ζυγίσθηκες, μετρήθηκες και βρέθηκε ελλιπής. Έτσι καταπολεμείται, ο άκαιρος και ου κατ’ επίγνωσιν ζήλος και το αγέρωχο της καρδίας φρόνημα, το οποίο με την εμπιστοσύνη στα καλά έργα, απεναντίας, εξυψώνεται έτι περισσότερο. Με τον τρόπο αυτό ο άνθρωπος καθαίρεται, φωτίζεται, θεώνεται. Έρχεται στην καρδιά ένα ήρεμο και θερμό αίσθημα προς το Θεό, ενθουσιασμοί αποφεύγονται, εξαφανίζεται κάθε είδος αυταρέσκειας, αυτοεκτίμησης, αυτοϋπόληψης και υπεροψίας προς τους άλλους. Ο ζήλος του πιστού εξισορροπείται και η παθολογική διάσταση ανάμεσα στο δόγμα και το ήθος ελαχιστοποιείται και βαθμηδόν εκμηδενίζεται.
Αυτή ακριβώς η διάσταση ανάμεσα σε αυτά που λες και εκείνο που είσαι, είναι το θεμέλιο και ταυτόχρονα το σύμπτωμα κάθε αιρετικής συμπεριφοράς, κάθε αιρετικού φρονήματος. Σε κάθε αιρετικό διακρίνουμε ορισμένα χαρακτηριστικά:
α) Την επιμονή στο δικό του λογισμό. Είναι τόσο δύσκολο να ξεριζωθεί ο λογισμός, όσο δύσκολο είναι να διαχωρίσεις το αλμυρό από το γλυκό νερό όταν ανακατευτούν, σύμφωνα με το γέροντα Ιωσήφ. Σύμφωνα με έναν άλλο ενάρετο πνευματικό, μεταξύ εκατό αμαρτωλών ζήτημα είναι ένας να μη σωθεί, ενώ μεταξύ εκατό αιρετικών πλανημένων ζήτημα είναι ένας να σωθεί.
β) Την αίσθηση της διαφοράς, το ότι ξεχωρίζει δηλαδή, το ότι διαφέρει σε σχέση με τους άλλους ή αλλιώς η ιδιορρυθμία, στοιχείο φαρισαϊστικό.

γ) Τις συχνές, κατά κανόνα, συγκρούσεις με τους τοπικούς επισκόπους.
δ) Την αίσθηση ότι η γλυκύτητα που αποκομίζουμε διαβάζοντας τα ιερά κείμενα την αξίζουμε λόγω του πνευματικού μας αγώνα, άρα την αποδίδουμε σε μας. Δηλαδή τα όσο υψηλά θεολογικά λέγονται στην Αγία Γραφή και τα συγγράμματα των Πατέρων, πολλοί, ενώ τα συλλαμβάνουμε, τα κατανοούμε και τα χορταίνουμε κατά κάποιο τρόπο, δυστυχώς τα οικειοποιούμαστε κατόπιν ως δικά μας γεννήματα. Η πνευματική όμως αυτή οικειοποίηση από το νου, ο οποίος είναι ήδη σκοτισμένος από τα πάθη της κενοδοξίας και της οιήσεως, γεννά τους καρπούς της κακοδοξίας, της πλάνης, της διαστροφής και της αίρεσης. Από εδώ και μετά ξεκινάει το μεγάλο δίχως επιστροφή, συνήθως πνευματικό κατρακύλισμα.
ε) Πρώτα καθαρίζεται η καρδιά κι έπειτα γίνεται κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος και μάλιστα όταν ξεριζώνονται η υπερηφάνεια και οι πλάνες. Δυστυχώς όμως, όταν ο νους είναι τυφλωμένος ακόμη από τα πάθη και θέλει να προσευχηθεί νοερά, τότε αρχίζει να πιστεύει κάπως, ότι αισθάνεται την παρηγοριά του Θεού. Αυτό βέβαια είναι αίσθηση κατά φαντασία. Και η φαντασία βέβαια, αν βασιστούμε σ’ αυτήν, σχηματίζει όποιες εικόνες θέλει, ακόμη και του Κυρίου, της Παναγίας, των αγίων, του παραδείσου κλπ. Από εδώ ξεκινάει ο κατήφορος και των λεγομένων φωτισμένων, που είναι όλοι τους πλανημένοι γιατί πιστεύουν και προσκυνούν δήθεν τους αγγέλους, δήθεν τον Κύριο, την Αγία Τριάδα, το Άγιο Πνεύμα και τόσα άλλα δήθεν. Κατόπιν προχωρούν, δίνοντας δικές τους αυθαίρετες ερμηνείες και δημιουργούν δυσάρεστες καταστάσεις στην Εκκλησία.
στ) Την έλλειψη ή την υπερβολή σε κάθε μέσον πνευματικού αγώνος. Ελλείψεις και υπερβολές αποτελούν κακίες τις οποίες πρέπει να αποφεύγουμε.
ζ) Η ακόρεστη δίψα για πνευματική γνώση και για υψηλές πνευματικές καταστάσεις οδηγεί σε ανεπιθύμητες καταστάσεις. Ο γέροντας Ιωσήφ υπογραμμίζει σοφά: Αν ζητάς μεγάλα και προ καιρού δεν σου τα δίνει ο Κύριος, γιατί ο Θεός τα δίνει σε τάξη. Κι αν εσύ τον πιέσεις ζητώντας, αφήνει το πνεύμα της πλάνης και προσποιείται τη χάρη και σε πλανά δείχνοντάς σου άλλα αντί άλλων. Γι’ αυτό δεν είναι ωφέλιμο να ζητάει κανείς τα υπέρμετρα.
η) Ο διάβολος συχνά εκμεταλλεύεται τα ψυχικά κενά και ψυχολογικά τραύματα ενός ανθρώπου, ακόμη και την ιδιοσυγκρασία του, για να τον ρίξει σε πλάνη και αίρεση.
Έχοντας υπόψη όλες αυτές τις παραμέτρους, με πολλή περίσκεψη, προσοχή και προσευχή κι εφόσον ο Θεός τον καλεί, προσωπικά, ας επιδίδεται ο πιστός στο έργο του ευαγγελισμού των ανθρώπων υπέρ ων ο Χριστός απέθανε. Είναι δύσκολο να ξεχωρίσουμε σαν διαφορετικές πραγματικότητες την ποιμαντική από την ιεραποστολή. Κάποιος ιερέας κάποτε αισθανόταν να ποιμαίνεται από αυτούς που εξομολογούσε και είχαν μετάνοια. Έχω την εντύπωση ότι συχνά τα όριά τους είναι ασαφή. Το σίγουρο είναι πως ο όντως Ποιμένας, ο Χριστός, ποιμαίνει όλους μας.
Αν δεν «πιάσεις πάτο» που λέμε, ή αλλιώς «αν δεν φας γερό ξύλο από το νου σου», η ποιμαντική σου ή η ιεραποστολή σου μη απαλλαγμένες από το τουπέ και την πόζα είναι αναποτελεσματικές: βασανίζεις και τον εαυτό σου και τους γύρω σου.
Ο γνωστός Γάλλος πατρολόγος Ζαν Κλώντ Λαρσέ που βιογράφησε τον ρώσο στάρετς Σέργιο, ο οποίος έζησε ασκητική και αγιασμένη ζωή στη σκήτη του Αγίου Πνεύματος, έξω από το Παρίσι, κοντά στις Βερσαλλίες, μεταφέροντας την πολύτιμη εμπειρία της ανατολής στην καρδιά της δύσης, θεωρεί αδόκιμους τους όρους ιεραποστολική συμπεριφορά ή ομολογία πίστεως σε ορθόδοξα πλαίσια, γιατί και οι δύο σήμερα τονίζουν την εξωτερική δράση σε βάρος της εσωτερικής επαγρύπνησης. Και ο δικός μας πατήρ Παΐσιος, σε κάποια μέλη γνωστής ιεραποστολικής αδελφότητας που του έλεγαν ότι ανήκουν στην τάδε δράση, τόνισε με νόημα και σημασία: “της...βράσης είστε, όχι της δράσης”!
Κάθε υποψήφιος ιεραπόστολος και ποιμένας, μεγάλη θα αποκομίσει την ωφέλεια, αν προσεκτικά μελετήσει τα 226 κεφάλαια του αγίου Μάρκου του ασκητού, τα οποία αναφέρονται σε κείνους που πιστεύουν ότι δικαιώνονται από τα έργα τους. Λέει λοιπόν ο όσιος πατέρας, ότι τα έργα, όσο άμεμπτα εξωτερικώς κι αν είναι, βοηθούν στο να διατηρήσουμε την καθαρότητα την οποία λάβαμε κατά το άγιο βάπτισμα και καλώς, γιατί φαυλόβιοι δεν θέλουμε, βάσει του Ευαγγελίου, να είμαστε. Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι αν τα έργα αυτά δείχνουν την πίστη μας στο Χριστό ή σε κάποιον άλλο. Θα είναι ολέθριο, κατά συνέπεια, αν τα έργα καθεαυτά θεωρήσουμε ότι μας σώζουν. Οι Ορθόδοξοι δεν πιστεύουμε στην εργοσωτηρία. Για να καταλάβουμε πόσο σημαντικό είναι το θέμα του πνευματικού προσανατολισμού, θα αναφέρουμε μιαν ιστορία, έναν διάλογο ακριβέστερα, ανάμεσα σε έναν προτεστάντη πάστορα και έναν ρώσο ιερομόναχο. Λέει, λοιπόν, ο πάστορας στον παπά:
-Εμείς έχουμε αίθουσες για εκδηλώσεις, πολλές φιλανθρωπικές δραστηριότητες, ιεραποστολικές εξορμήσεις, φεστιβάλ μουσικής νεολαιών, συστηματική μελέτη της Καινής Διαθήκης, εσείς τί έχετε;
-Εμείς μπορεί να μην έχουμε τόσες πολλές εκδηλώσεις εξωτερικές και τόσο συστηματικού χαρακτήρα όπως εσείς, αλλά έχουμε κάτι άλλο που εσείς καθόλου δεν έχετε: κάνουμε Θεία Λειτουργία και με αυτήν βγάζουμε ψυχές από την Κόλαση και τις πηγαίνουμε στον Παράδεισο.
Ζούμε λοιπόν, οι Ορθόδοξοι, αυτή τη συνάντηση, αυτή τη χαρούμενη συναναστροφή με τους νεκρούς μέσα στο εκκλησιαστικό Σώμα, μέσα στο Χριστό, και αυτό το βίωμα δεν απαντάται στις ανάπηρες δυτικές ομολογίες, ούτε στους ρωμαιοκαθολικούς, ούτε στους προτεστάντες κι αυτό δεν είναι ιδέα, έτσι έχει το πράγμα. Όταν ο Θεός καταντάει ιδέα, του δίνεις μια κλωτσιά και τον βγάζεις από τη μέση, έλεγε ένας μακαρίτης πια, νεοέλληνας διανοούμενος τον οποίο θα αναφέρουμε παρακάτω. Άλλωστε κατά τον ίδιο, οι ιδέες πέραν της Μάγχης προφέρονται αηδίες –αηντίας στα αγγλικά, άρα δεν ευδοκιμούν στα ελληνικά.
Να επανέλθουμε στην ορολογία ανάπηρες εκκλησιολογίες. Αν η Εκκλησία είναι και λέγεται Σώμα Χριστού, με κεφαλή το Χριστό, στον προτεσταντισμό ο οποίος δεν δέχεται την αγιότητά της, μιλάμε ουσιαστικά για ακέφαλο σώμα. Στο Ρωμαιοκαθολικισμό πάλι, με τη θεοποίηση των θεσμών, του Πάπα εν προκειμένω, το σώμα περιφρονείται σε βαθμό να μιλάμε για ασώματη κεφαλή. Πρόκειται στην ουσία για άσαρκα ιδεολογήματα καρτεσιανικού τύπου που στο διάβα της ιστορίας διαμόρφωσαν έναν πολιτισμό θυμάτων. Επειδή μάλιστα κι εμείς τοιαύτης παιδείας μετέχομεν, πρέπει να έχουμε μια ευλογημένη υποψία για τον εαυτό μας, κατά πόσο δηλαδή κι εμείς δεν αναπαράγουμε μια τέτοια θεολογία –ιδεολογία ιδιωτικού τύπου, ανίκανη να προσλάβει τον πλησίον και επαναλαμβάνοντας απλώς ευαγγελικά και πατερικά κλισέ, ταλαιπωρούμε τους γύρω μας.
Αλίμονο, αν θάψουμε τον εαυτό μας σε μία διανοητική θεολογία, ποιμένες όντες και ιεραπόστολοι! Μας κούρασαν και η σοφία των σοφών και η σύνεση των συνετών και η ηθική των ηθικών! Θέλουμε αγίους, που σαν ποιμένες και ιεραπόστολοι θα μας πάρουν από το χέρι τους αναιμικούς και θα μας οδηγήσουν στο κενό μνημείο. Και που θα μας πουν επίσης, ότι ο άδειος αυτός τάφος κρίνει, χώρισε και χωρίζει την Ιστορία και τα ανθρώπινα πλήθη στα δύο και ακόμη πως, μόνο σε μια τέτοια προοπτική μπορεί η ζωή μας να αληθεύει: να στεκόμαστε συνεχώς μέσα σε μιαν ατέλειωτη έκπληξη μπροστά στον άδειο τάφο του Χριστού και αναγγέλλοντας σε όλο τον κόσμο ότι ο θάνατος κατατροπώθηκε, να προσκαλούμε τους πάντες στην πανήγυρη, από τούτη κιόλας τη ζωή: Δεῦτε πάντα τά ἔθνη γνῶτε τοῦ φρικτοῦ μυστηρίου τήν δύναμιν· Χριστός γάρ ὁ Σωτής ἡμών, ὁ ἐν άρχῇ Λόγος, ἐσταυρώθη δι’ ἡμᾶς καί ἐκών ἐτάφη· καί ἀνέστη ἑκ νεκρῶν τοῦ σῶσαι τα σύμπαντα· Αὐτόν προσκυνήσωμεν! Να ομολογούμε ότι ο Χριστός έρχεται και να Τον προσδοκούμε κιόλας! Δεν συγκρίνουμε κάτι τωρινό με κάτι παλαιότερο· το ασύγκριτο δεν μπορεί να μπει στη λογική συγκρίσεων και αναλογιών ιδεολογικών και θρησκευτικών συστημάτων· ο Χριστός ήταν, είναι και θα είναι. Σαν ερχόμενος και αναστάς, αλλά και κατοικών και μένων μέσα μας, είναι η πηγή απ’ όπου αντλεί το είναι της η Εκκλησία. Έτσι τινάζουμε τα πάντα στον αέρα, κάνοντας τον κόσμο Εκκλησία, δηλαδή από ατομοκεντρικές, άρρωστες υπάρξεις, ναοποιούμαστε, μεταμορφωνόμαστε σε πρόσωπα, ανακαλύπτοντας το πρόσωπό του ο καθένας μέσα στο πρόσωπο του Χριστού. Αν για την Ορθοδοξία έτσι έχουν τα πράγματα, για τον ρωμαιοκαθολικισμό ο Χριστός είναι κάτι σαν λίπασμα για να βελτιωθεί το περιβολάκι του κόσμου και αυτή η στρεβλή θεολογική οπτική ή αλλιώς εκκοσμίκευση παραμένει πάντοτε ορατός κίνδυνος και για εμάς.

Τίθεται τώρα το ερώτημα, ποιο ή ποια τα κίνητρα για την ιεραποστολή;
1. Να θέλεις να ξεχωρίσεις; 2. Να αναβαθμίσεις, ας πούμε, το επικοινωνιακό σου προφίλ;
3. Να δοκιμάσεις, να ζήσεις εξωτικές περιπέτειες σε τριτοκοσμικές χώρες; Να εκτονωθείς ίσως;
4. Να φωτίσεις τους αφώτιστους; Να τους δείξεις πόσο λάθος είναι; 5. Να πάρεις προαγωγή;
6. Να κάνεις να λάμψει η Ελλάδα και η γαλανόλευκη στα πέρατα της οικουμένης;
7. Να συντρίψεις τον Σατανά και μάλιστα μέσα στη φωλιά του, όπως πιστεύεις;
8. Να τους διδάξεις τα «πνευματικά»;
9. Να ζήσεις εμπειρίες μοναδικές και ανεπανάληπτες; Και επιτέλους:
10. Είναι για σένα η ιεραποστολή εσωτερική αναγκαιότητα (ἀνάγκη γάρ μοι ἐπίκειται, οὐαί δέ μοι ἐστίν, ἐάν μή εὐαγγελίζωμαι, Α΄Κορ. θ΄ 16) ή το θεωρείς ηθικό ζήτημα, θέμα χρησιμότητος ή καθήκοντος; Μας συνέχει το γεγονός ότι ο Θεός ἐποίησεν ἐξ’ ἑνός αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων καί ὅτι ὁ ἴδιος θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν;
Αυτά τα λίγα ενδεικτικά ερωτήματα, δείχνουν πόσο αβαθή, μάλλον, είναι πολλές φορές τα κίνητρα αυτών που ενδιαφέρονται να εργαστούν στα ιεραποστολικά κλιμάκια, καθώς και πόσο μεγάλης εντάσεως υπεροχικό παραλήρημα μπορεί να κρύβεται πίσω από τέτοιου είδους τάσεις, πράγμα το οποίο προδικάζει μια παταγώδη αποτυχία, γιατί όταν σκεπτόμαστε έτσι, δείχνουμε ότι δεν υπάρχει διάθεση μαθητείας, διακονίας, κακοπάθειας μέχρι θανάτου, κατανόησης του διαφορετικού, προσλήψεως και μεταμορφώσεώς του. Να θυμηθούμε σε αυτό το σημείο τη γερόντισσα Γαβριηλία, η οποία στα πρόσωπα των ινδών έβλεπε ψυχές να περιμένουν το Χριστό, που διψούσαν για το Χριστό. Έχουν όμως δικό τους τρόπο και αν δεν μπεις στον τρόπο με τον οποίο σκέπτονται και αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα, δεν θα καταλάβεις τίποτα. Γι’ αυτό, εκτός από τη μεγάλη αγάπη, τη διάθεση αυταπάρνησης και τον πλούσιο φωτισμό της Χάριτος που πρέπει να κοσμούν τον ποιμένα και ιεραπόστολο, χρειάζεται ενδελεχής μελέτη της γλώσσας, της ιστορίας, του πολιτισμού, των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών του συγκεκριμένου λαού και τόπου, με τη συνδρομή μάλιστα των πολυάριθμων δεδομένων και του σημαντικού πλήθους πληροφοριών που μας παρέχουν οι ανθρωπιστικές, λεγόμενες, επιστήμες και κυρίως η Εθνολογία και η Κοινωνική Ανθρωπολογία. Είναι χρέος μας αναμφισβήτητο, να χωρίζουμε τη νοοτροπία και τα επικοινωνιακά δεδομένα των ανθρώπων στους οποίους θα απευθυνθούμε, για να διαλεχθούμε μαζί τους σύμφωνα με τη γλώσσα τους, αλλά όχι με το πνεύμα τους, πράγμα που με έξοχο τρόπο μας υποδεικνύει ο απόστολος Παύλος στην επικοινωνία του με τους Αθηναίους. Αλλιώτικα κινδυνεύουμε να βρεθούμε εκτός τόπου και χρόνου.
Κάτι που θα πρέπει να προσέξουμε είναι το θέμα του φανατισμού: μία προσεκτική ματιά στο βίο του αγίου Πορφυρίου Γάζης (+420), θα έχει πολλά να μας πει. Όταν ο άγιος κλήθηκε να αντιμετωπίσει τη αντιοχειανή μανιχαία Ιουλία, η οποία παρέσυρε στην αίρεση του μανιχαϊσμού κάποιες από τις λιγοστές, ακόμη, ψυχές που είχε μεταστρέψει ο άγιος από την πλάνη των ειδώλων δίνοντάς τους ως και χρήματα, ούτε ταράχθηκε, ούτε φανάτισε τους λιγοστούς πιστούς. Απεναντίας συνέστησε ψυχραιμία και έκλεισε συνάντηση μαζί της και μάλιστα δημόσια για να ακούσει τί πρεσβεύει. Σύμφωνα μάλιστα με το βιογράφο του αγίου, Μάρκο τον διάκονο, την αποκάλεσε φιλικότατα “αδελφή” και της πρότεινε επίσης φιλικότατα να συζητήσουν την επαύριο. Εκείνος αποσύρθηκε νήστις και άγρυπνος ολόκληρη την προηγούμενη νύχτα και την επομένη, αφού σταύρωσε το στόμα του με το Ευαγγέλιο συναντήθηκαν, ενώ ξεκίνησε ένας διάλογος κοπιαστικός που τράβηξε ώρες. Μόνο μετά την παρέλευση αυτού του χρονικού διαστήματος και αφού ο γέροντας πληροφορήθηκε άνωθεν και έσωθεν, ότι η Ιουλία δαιμονοκρατείται και γι’ αυτό θα παραμείνει αμετάπειστη, προσευχήθηκε με ζήλο στο Θεό να μην επιτρέψει να βλασφημείται πλέον το όνομά Του κι εκείνη έπεσε καταγής κάνοντας δαιμονική κρίση και ξεψύχησε. Ο ζήλος του ήταν σωστός κατ’ επίγνωση κάνοντας χρήση του θυμού ως φυσικού νεύρου της ψυχής. Μ’ εμάς τα πράγματα είναι μπερδεμένα: αντί ο θυμός να έχει στόχο την αίρεση, η εμπάθεια μας σπρώχνει, σε μίσος κατά του αιρετικού, πλανημένου, αλλοθρήσκου κλπ, για τον οποίο όμως σταυρώθηκε ο Χριστός. Φαίνονται, αλλά δεν είναι καθόλου εύκολα τα πράγματα, γιατί προϋποθέτουν, διά του εκκλησιαστικού τρόπου ζωής να μπορούμε σε μεγάλο βαθμό, να χωρίζουμε τα πάθη από τα νοήματα. Συνήθως την εμπαθή μας κατάσταση, βαφτίζουμε ιεραποστολικό οίστρο και αγώνα για τα ιερά, όσια και πάτριά μας, ενώ δεν είναι παρά σκοτισμός του νου που μάλλον δυσκολεύει τα πράγματα. Ντύνουμε δηλαδή στην ουσία τα πάθη μας με το ένδυμα της δίκαιης αγανάκτησης του Χριστού μέσα στο ναό του Σολομώντα με το φραγγέλιο στο χέρι, για να κατοχυρωθούμε και αγιογραφικά, κάνοντας την εξαίρεση αυτή στη συμπεριφορά του Χριστού κανόνα, ενώ παραγράφουμε τα δικά του λόγια μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδία καί εὐρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν. Ποιά ανάπαυση στις ψυχές μας να βρούμε και πώς τότε να αναπαύσουμε τους γύρω μας; Να θυμηθούμε και τον άγιο εκείνο που μας παροτρύνει να ηρεμήσουμε εμείς και ο Χριστός θα στείλει πλήθη ψυχών να ηρεμήσουν κοντά μας. Χωρίς αυτή την ηρεμία, τη βαθιά ηρεμία της καρδιάς που δεν επηρεάζεται, ακόμη και όταν το σώμα μας ταράσσεται λόγω εξωτερικών αλλά και εσωτερικών πειρασμών, τόσον η ποιμαντική μας, όσο και η ιεραποστολή μας, κληρικών και λαϊκών, καθίστανται ατελεσφόρητες. Γίνεται βέβαια κάποιος θόρυβος με τα έργα, δέστε για παράδειγμα τους ρωμαιοκαθολικούς και τους προτεστάντες οι οποίοι στον τομέα αυτό μας «βάζουν τα γυαλιά» κυριολεκτικά, αλλά είναι αυτό το ζητούμενο; Το να συνδράμεις ωστόσο τους αναγκαιούντας είναι μεγάλη υπόθεση, ας μην αστειευόμαστε· πρέπει να έχεις στομάχι κάπως γεμάτο για να μπορείς να ακούσεις τον άλλο, που θα σου μεταδώσει όμως αυτός ο άλλος την ειρήνη του Χριστού και αυτό, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από αυτόν. Δεν είναι και τόσο εύκολα αυτά τα πράγματα!
Εκείνο που πρέπει να μας χαρακτηρίζει είναι η διάκριση και στα λόγια μας και στα έργα μας, ή μείζων πασῶν τῶν ἀρετῶν. Άλλον έναν τύπο ακραίας αγιότητας αποτελεί ο άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης. Αναφέρεται μία φορά στη βιογραφία του, ότι τον πλησίασε μία μουσουλμάνα σύζυγος ενός τάταρου και τον παρακάλεσε να θεραπεύσει τον βαρέως ασθενούντα σύζυγό της. Ο άγιος ούτε που τη ρώτησε σε ποιο θρήσκευμα ανήκει, αλλά απλώς εάν πιστεύει στο Θεό. Αφού έλαβε καταφατική απάντηση της είπε να προσευχηθεί με το δικό της τρόπο στο Θεό αναφέροντας το αίτημά της και πως ο ίδιος θα έκανε προσευχή, και πως ακόμη ήταν σίγουρος ότι ο Θεός θα έκανε το θαύμα Του, όπερ και εγένετο. Θα τον κατηγορήσουμε για οικουμενισμό, συμπροσευχή, νεοτερισμό; Ή μήπως για να τακτοποιήσουμε το λογισμό μας, την ορθοδοξία μας, και να ερμηνεύσουμε το λάθος του αγίου, πρέπει οπωσδήποτε να υποθέσουμε ότι δια του προορατικού του χαρίσματος είδε σίγουρα ότι ο μουσουλμάνος θα γινόταν ορθόδοξος, γι’ αυτό και προέβη σ’ αυτού του τύπου την... παραχώρηση; Δεν αποκλείεται να συνέβη και αυτό αλλά γιατί θέλουμε να συνέβη αποκλειστικά αυτό;
Σαν κάποιο παπούλη που ακούγοντας το γνωστό περιστατικό με τον αγιασμένο γέροντα Πορφύριο και το κακόφημο σπίτι, έσπευσε να δηλώσει σκανδαλισμένος ότι ο γέροντας... δεν ήξερε! Για να λάβει βέβαια την απάντηση ότι ο Θεός κανόνισε εκείνος να μην ξέρει για να πάρουμε κι εγώ κι εσύ το μαθηματάκι μας! Το πήραμε όμως; (συμπληρώνω εγώ: το μάθημα της ιεραποστολής;). Πόσο εκπληκτική ελευθερία έχουν οι άγιοι από τα πάθη τους συγκατοικώντας με το Χριστό μέσα στην καρδιά τους!
Σε άλλη περίπτωση, έρχεται τώρα στο μυαλό μου, ο όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης. Όταν είδε πως η ποιμαντική του μάνδρα κινδύνευε από την ύπουλη προσηλυτιστική δράση των προτεσταντών, και πολλά λογικά του πρόβατα θα χάνονταν, σκέφτηκε ένα ποιμαντικό τέχνασμα: απείλησε πως όποιος μιλούσε στον Κουψή... δεν θα έλιωνε! Στον ίδιο δε τον Κουψή είπε εν ψυχρώ να σηκωθεί και να φύγει... Έτσι γλύτωσε το χωριό από τη σφηκοφωλιά των προτεσταντών, σχολιάζει ο βιογράφος και συνάμα πνευματικό του τέκνο, ο γέροντας Παΐσιος.
Θυμόμαστε με νοσταλγία τον πατέρα Παΐσιο που μας έλεγε πόσο τον ανάπαυαν τα λάθη των αγίων.
Να θυμηθούμε κάτι άλλο τώρα. Ασφαλώς και θα έχετε ακουστά πολλοί από εσάς τον γνωστό θεσσαλονικιό λογοτέχνη και ζωγράφο Νίκο Πεντζίκη. Ήταν φαρμακοποιός και οπτικός φυσιολόγος σπουδασμένος στο Παρίσι και το Στρασβούργο, γνώστης όσο λίγοι νεοέλληνες της κοσμικής γνώσης του καιρού τους σε κάθε τομέα, εγκρατής της βυζαντινής ιστορίας μέχρις ασήμαντων λεπτομερειών, καθώς και βαθυνούστατος θεολόγος. Λοιπόν αυτός ήταν άνθρωπος του Θεού, αλλά εξέφραζε την πίστη του με έναν γραφικό, σαλό, αν θέλετε, τρόπο που σκανδάλιζε πολλούς τακτοποιημένους, ας πούμε, χριστιανούς. Με τον πατέρα Παΐσιο ήταν καρδιακοί φίλοι και το παράδοξο της υπόθεσης είναι, ότι πολλούς προβληματικούς ανθρώπους και μάλιστα της κουλτούρας ο γέροντας τους έστελνε στον Πεντζίκη, γιατί γνώριζε ότι είχε αγάπη μέσα του, παρόλη την εκ πρώτης όψεως διαφορετική συμπτωματολογία. Οι καλοί και αξιοπρεπείς χριστιανοί πήγαν μια μέρα στο γέροντα σκανδαλισμένοι και του είπαν πως καλά και άγια τα λέει ο Πεντζίκης, αν και ακαταλαβίστικα, όμως λέει και μερικά βρώμικα... Τότε ο αγιασμένος πατήρ τους τόνισε με νόημα: μόνο που εσείς πρέπει να γίνετε πολύ καθαροί για να καταλάβετε τα βρώμικα του Πεντζίκη...
Αν εύκολα σκανδαλιζόμαστε από κάτι τέτοια αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί και πατέρες, οφείλουμε πρωτίστως να τακτοποιήσουμε τα του οίκου μας, προτού καταπιαστούμε με το να διδάσκουμε τα θεία στους άλλους, γιατί είναι ο εαυτός μας εκείνος ο οποίος θα μας εκθέσει. Το λέει πολύ όμορφα ο όσιος Νείλος ο μυροβλήτης: τά λεληθότως ὑποστρεφόμενα πλέον ἁδρύνεται, δηλαδή όσο διατηρείς μέσα σου απωθημένες καταστάσεις και δεν τις πυρπολείς με μετάνοια, όχι ατομικού τύπου, αλλά ζώντας τη χαρά της κοινωνίας των πρόσωπων μέσα στην Εκκλησία, αυτές οι καταστάσεις μαίνονται εναντίον σου και σε δεδομένη ευκαιρία θα συντριβείς. Αλλά και άλλος πατέρας είναι εξίσου αυστηρός: καθαρθῆναι δεῖ, εἷτα καθάραι, φωτισθῆναι, εἷτα φωτίσαι. Γι’ αυτό και το άγιο Νικόλαο τον εν Μύροις, μόνο που τον έβλεπαν οι αλλόδοξοι, ήθελαν να γίνουν ορθόδοξοι, από τη λάμψη και μόνο του προσώπου του. Ήταν συνεχώς προσευχόμενος, πλήρης βιωμάτων. Όπως και στο Γεροντικό αναφέρεται ένας μοναχός ο οποίος, βλέποντας και μόνο τον Μεγάλο Αντώνιο, έπαυε να έχει απορίες στην Αγία Γραφή... του αρκούσε και μόνο που τον έβλεπε! Οι πατέρες αυτοί κάθε άλλο παρά με συστηματική ιεραποστολική δραστηριότητα ασχολήθηκαν, την οποία βεβαίως ούτε να υποτιμάμε σήμερα πρέπει, ούτε να την υπερτιμάμε κατά κόρον.
Είναι σίγουρο πως η μυστική εργασία που θα κάνει κάποιος μέσα του, αοράτως μετατρέπεται σε εργασία πάνω στον πλησίον του. Πολλές φορές πάντως ο Θεός ελλείψει ιεραποστόλων κάνει ο ίδιος ιεραποστολή. Σαν να μην είμαστε εμείς παντού και πάντα απαραίτητοι, πιθανόν να εμποδίζουμε κάποτε το έργο του Θεού. Ο άγιος Αναστάσιος ο Πέρσης του οποίου τη μνήμη τιμά η Εκκλησία μας στις 22 Ιανουαρίου είναι παιδί του Τιμίου Σταυρού. Την εποχή που οι Πέρσες μας είχαν κλέψει τον Τίμιο Σταυρό, ο Κύριος διά του πανσεβάσμιου ξύλου έκανε ιεραποστολή, μετατρέποντας τη συμφορά της αρπαγής του ιερώτερου και πολυτιμότερου λαβάρου μας, ευλογία Θεού, σαγήνη, διά της οποίας άγρευσε λογικούς ιχθύας, όπως τον άγιο Αναστάσιο. Βλέποντας και μόνο ο Αναστάσιος το Σταυρό του Χριστού, αλλοιώθηκε τόσο πολύ την καλήν αλλοίωση, ώστε πήγε στα Ιεροσόλυμα, στη μονή του οσίου Σάββα, κατηχήθηκε, βαπτίστηκε, και επιστρέφοντας μετά στην πατρίδα του την Περσία, ομολόγησε την θεότητα και την ανάσταση του Χριστού και ακολούθως δέχτηκε τον στέφανο του μαρτυρίου από τους συμπατριώτες του. Ποιό κήρυγμα άκουσε στην αρχή; Σημειωτέον ότι πολλοί εκ των Περσών βλέποντας και μόνο τον Τίμιο Σταυρό αλλοιώνονταν και κατόπιν γίνονταν χριστιανοί.
Τελειώνοντας, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε μερικά πράγματα. Μάλλον να προβληματιστούμε σε επίπεδο βιώματος και να σκεφτούμε γόνιμα ότι δεν μπορεί άλλα να είπαν, να δίδαξαν, να έζησαν οι Πατέρες μας και άλλη να είναι η θεολογία μας.
Μια περισσότερο προσεκτική ματιά μέσα μας θα έδειχνε ότι και εμείς ως πιστοί απομακρυνόμαστε από το πατερικό βίωμα και εκτρεπόμαστε σε ιδιωτικές θεολογίες. Αν είναι άλλο ο εαυτός μου και άλλο η θεολογία μου, εκτρέπομαι προς το νεστοριανισμό: σαν να ζω την ουδέτερη δι’ απλής επαφής ένωση των δύο φύσεων του Χριστού ασυγχύτως, αδιαιρέτως, ατρέπτως και αχωρίστως, η ζωή μας σαν να μη ζυμώνεται ολάκερη και από τη χάρη του Χριστού, η ομολογία μας έχει κάτι το εξωτερικό, το επιδερμικό. Ο Χριστός όμως πρέπει να αγκαλιάσει κάθε πτυχή του βίου μας, γιατί τό γάρ ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο (PG 37, 181C). Αν αθεράπευτοι, κατατρυχόμενοι από βαριά και αθεράπευτα πάθη και πράξεις, κηρύττουμε και επιδιδόμαστε σε ιεραποστολικό αγώνα, λαϊκοί και κληρικοί, πολύ πιθανό να μη γινόμαστε πιστευτοί από τους αδελφούς δι’ οὕς Χριστός ἀπέθανεν. Δεν βλέπουν επάνω μας τη διαφορά του καινού και καλώς παραμένουν, αν παραμένουν, εκεί που είναι. Όσο για εμάς, δεν αποφεύγουμε τον κίνδυνο του να μετατιθέμεθα σε έτερον ευαγγέλιον (Γαλ. 1,6) , διαφορετικό από αυτό που παραλάβαμε, αλλοιωμένο, ξένο. Άλλα τα λόγια μας, άλλα τα έργα μας. Ενσάρκωση του νεστοριανισμού.
Η τάση για παράδειγμα που έχουμε οι πιστοί να χωρίζουμε το χώρο σε ιερά και βέβηλα μέρη, εγγενώς μάλιστα είναι νοσηρή πνευματικά, γιατί ο Θεός είναι παναταχού παρών, ακόμα και στην κόλαση. Μετά την ανάσταση του Χριστού, όλα είναι λουσμένα στο φως Του. Μένει λοιπόν, ο τρόπος του καθενός μας, μέσα σε αυτή την πνευματική πανδαισία, να είναι χριστοειδής, χριστοπάροχος, φωτοειδής, φωτόμορφος, χαροπάροχος, φαιδρύνων τους νόες, αγγελοειδής και αγγελομίμητος, οικουμενικός, τριαδικός. Τώρα η δόξα του Χριστού αγγίζει τα πάντα και δεν υπάρχει χώρος ούτε για βέβηλους τόπους, ούτε για μέλη σωματικά άσεμνα και άτιμα, γιατί τίποτα δεν έμεινε απέξω. Έχουν θεραπευτεί και οι νεστοριανικές και οι μονοφυσιτίζουζες, μανιχαϊστικές και γνωστικές διαστροφές. Και ο χρόνος έμεινε πίσω και οι εξ’ αίματος συγγένειες έχουν είδη ξεπεραστεί. Ο Άνθρωπος που είναι ζυμωμένος ψυχή τε και σώματι με τη χάρη του Χριστού, βρίσκεται πάντοτε ενώπιόν Του. Αν υπάρχουν κάποιες εμμονές, αυτό οφείλεται στη μας ελλιπή κάθαρση και το δικό μας ανεπαρκές βίωμα και, βέβαια, αποτελούν την αιτία και την αφορμή για να αγωνιστούμε εντονότερα.
Μακριά από εμάς η πλατωνική υποτίμηση του σώματος, την οποία κληρονόμησαν οι Λατίνοι, με αποτέλεσμα ο χριστιανισμός τους να καταντήσει μία άσαρκη χριστιανική ιδεολογία, ένας χριστιανισμός δίχως το άρωμα της πίστεως, ένας χριστιανισμός decaféiné κατά την εύστοχη έκφραση σύγχρονου αξιόλογου κληρικού. Ένα φάσμα αληθείας, παρόμοιο με τους θιάσους των φιλοσοφικών συστημάτων της δύσης που άφησαν τον άνθρωπο διψασμένο, ως σκεπτόμενο υποκείμενο να νοσταλγεί το σώμα του και το πρόσωπό του και που φωτεινά πνεύματα της δύσης μέσα από τα σοφά τους παραληρήματα, πολλάκις το επισημαίνουν και καλώς κάνουν και το κατηγορούν: χλωμός αντικατοπτρισμός οάσεως στην έρημο της ζωής τους που τάχατες ξεδιψάει. Θυμηθείτε για παράδειγμα το Wittgenstein.
Στους απανταχού της γης ορθοδόξους τούτο είναι το φοβερό: ζούμε ότι το πρόσωπο και το σώμα μας είναι η Εκκλησία μας που μας ενώνει πάνω σε όλη την οικουμένη. Είναι ο τόπος σύναξής μας, το σώμα του Χριστού και αν αυτό το ζήσουμε με όλο μας το είναι, όντως ασκούμε χριστοειδώς το ιεραποστολικό χάρισμα, χωρίς, πολύ συχνά να το καταλαβαίνουμε... και γιατί να το καταλαβαίνουμε άλλωστε;
Αναφέρεται σε κάποιο κείμενο του πατρός Επιφανίου Θεοδωρόπουλου, το οποίο διαπραγματεύονταν την ιεραποστολή σε σχέση με το μοναχισμό, η περίπτωση μιας κατάκοιτης γερόντισσας, η οποία γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, είχε λογισμό θλίψης ότι «φορτώνεται» στις υπόλοιπες μοναχές που με αυταπάρνηση τη διακονούσαν, αισθανόταν δηλαδή, ότι γίνεται βάρος στη μονή. Σκέφτηκε, λοιπόν, θέλοντας να ανταποδώσει την ευεργεσία στις συμμονάστριές της να τραβάει συνεχώς κομποσχοίνι για όλες, για τους συγγενείς τους, για τους επισκέπτες της μονής, τους εγγύς και τους μακράν, ασθενείς ή υγιείς, αν ήταν δυνατόν και ολόκληρο το 24ωρο, εκτός από τις λιγοστές ώρες του ύπνου της. Ακολούθησε αυτό το άθλημα, μέχρι την ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς της, έχοντας ωφελήσει με τις στοργικές ανάσες των προσευχών της αναρίθμητα πλήθη ψυχών! Επειδή σύμφωνα με ένα πατερικό λόγιο ο άνθρωπος καταθέτει και ο Θεός διαθέτει, οι καταθέσεις των προσευχών μας ποτέ δεν πηγαίνουν χαμένες είτε για εμάς τις κάνουμε, είτε για τους άλλους· προσεκτικές ή απρόσεκτες, ξηρές και μηχανικές ή κατανυκτικές, ο Χριστός τις παραλαμβάνει και τις διαθέτει όπου και όπως Εκείνος νομίζει. Μάλιστα μερικές εκλεκτές ψυχές πληροφορούνται κιόλας σε ποιους και πότε πηγαίνουν και τους παρηγορούν οι προσευχές τους, όπως συχνά συνέβαινε στον πατέρα Παΐσιο· αυτό θα μπορούσε να ονομαστεί ένσαρκη ιεραποστολή. Όταν ο άνθρωπος φτάσει εκεί, που είναι και το ζητούμενο, ουδεμία σημασία έχει ο τόπος που διακονεί· έχει μεταθέσει το είναι του στην αιωνιότητα, είναι πολίτης της Χώρας των Ζώντων που είναι η Εκκλησία και είναι πλέον ιεραπόστολος της Χάριτος του Θεού. Ευγνώμων στους πάντες, ως ο όντως οικουμενικός ή παγκοσμιοποιημένος, αν θέλετε, άνθρωπος, ο όντως ιεραπόστολος!

—————

Πίσω