ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΣΕΩΣ ΚΑΙΡΟΣ

2013-07-04 22:57

Ζούμε μέσα σε μία ατμόσφαιρα φορτωμένη αγωνία και δάκρυα. Και οι άνθρωποι της Εκκλησίας. Ο Χριστός είπε ότι είμαστε ή οφείλουμε να είμαστε το αλάτι του κόσμου. Η μαγιά που θα ζυμώσει όλο το φύραμα, τα τρία σάτα της δημιουργίας. Και η “μαγιά” και το “αλάτι” πρέπει να φαίνονται στη συμπεριφορά μας: να ζυμώνουμε και να αλατίζουμε, ας πούμε να νοστιμίζουμε τον τρόπο ζωής μας, κατά πώς θέλει ο Χριστός, οπότε η πραγματική, οντολογική σχέση μαζί Του κάνει τη χάρη ορατή πάνω στον άνθρωπο του Θεού, όπως στην περίπτωση του αγίου Νικολάου που μόνο που τον έβλεπαν οι ειδωλολάτρες, ήθελαν να γίνουν χριστιανοί ορθόδοξοι. Τόσο πολύ τους μαγνήτιζε η όψη του. Αν για τον προτεσταντισμό και το ρωμαιοκαθολικισμό ο Χριστός είναι λίπασμα για να βελτιώσει την ποιότητα, ενδεχομένως και την απόδοση στο χωράφι του κόσμου, για την ορθοδοξία είναι βόμβα που τινάζει τον κόσμο στον αέρα και τον κάνει Εκκλησία.
            Αν όμως μωρανθεί το άλας τι γίνεται; Ο Χριστός αναχωρώντας άφησε στους μαθητές Του την εντολή να αγαπούν ο ένας τον άλλο και η μαρτυρία αυτή θα ήταν αρκετή να χαρακτηρίσει την κοινότητα των μαθητών Του, όσο πλατιά κι αν θα γινόταν. Δεν άργησαν όμως τα πάθη τα ανθρώπινα να δημιουργήσουν πολλά προβλήματα στις πρώτες κιόλας χριστιανικές κοινότητες. Τα ίδια πάθη ταλαιπωρούν κι εμάς σήμερα. Αλλά και το ίδιο Άγιο Πνεύμα έπνεε στους κόλπους της Εκκλησίας και τότε και τώρα. Ιδού λοιπόν πεδίο λαμπρό για αγώνα!
            Ρίχνοντας μια ματιά προσεκτική μέσα μας, δίχως διάθεση για ωραιοποιήσεις και υπεκφυγές, δίχως προσπάθεια μετάθεσης των ευθυνών και εύρεσης άλλοθι, θα δούμε ότι όλα τα πρόσωπα για τα οποία κάνει λόγο το Τριώδιο, που μας προετοίμασε και για τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ως ομαδικά αρχέτυπα, για να χρησιμοποιήσουμε μια λέξη δανεισμένη από το χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών, όλοι αυτοί οι χαρακτήρες ζούνε μέσα στον καθένα μας.
Αν πάρουμε για παράδειγμα το φαρισαίο, καταλαβαίνουμε όλοι την αυτάρκειά μας, το τουπέ, τη διάθεση επίδειξης που μας διακρίνει πολλές φορές, την αίσθηση της αυτοδικαίωσης και την εμπιστοσύνη στα έξωθεν φαινόμενα καλά έργα, τη ματαιοδοξία μας, τη διάθεση του φιλόπρωτου, την εριστικότητά μας, την τάση για κατάκριση και συκοφαντία του πλησίον, τη διαγραφή των πάντων για να επιπλεύσουμε στη φαντασίωσή μας μόνο εμείς, και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός. Το θέμα των εξωτερικών καλών έργων πρέπει ιδιαίτερα να προσεχθεί. Ο άγιος Μάρκος ο ασκητής λέει ότι τα έργα μας καθ’ εαυτά δεν σώζουν· σώζει μόνη η χάρη του Χριστού. Τα έργα μας πρέπει να αποδεικνύουν την πίστη μας στο Χριστό, να είναι έργα για Εκείνον, όχι για εμάς. Είναι ωφέλιμα τα καλά έργα, γιατί βοηθάνε πολύ στο να κρατήσει ο άνθρωπος την καθαρότητα που έλαβε κατά το άγιο βάπτισμα, όμως από μόνα τους δεν σώζουν. Αντίθετα η θεία Χάρη μπορεί να αναπληρώσει την έλλειψη καλών έργων, όταν υπάρχει πρόθεση για μετάνοια, όπως στην περίπτωση του εκ δεξιών ληστού, ο οποίος κράζοντας το «μνήσθητί μου εν τη βασιλεία σου», έλκει το έλεος του Χριστού και μπαίνει πρώτος στον παράδεισο. Αληθινός όντως ληστής, μας λήστεψε και τον παράδεισο, αναφέρει ο άγιος Χρυσόστομος.
Γι αυτό πολύ πρέπει να προσέχει κανείς, όταν βλέπει μία αίσθηση υπεροχής σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους λόγω των όποιων καλών έργων και ποικίλων ευεργεσιών που χαρακτηρίζουν τον τρόπο ζωής του. Αν εμπιστεύεται αυτά και όχι το Χριστό, γιατί πιστεύω στο Χριστό σημαίνει Τον εμπιστεύομαι, έχει υψώσει ένα αόρατο τείχος ανάμεσα στον εαυτούλη του και το Θεό που δεν αφήνει την προσευχή του να φτάσει στα ώτα του Θεού. Αυτό έπαθε και ο φαρισαίος: έστησε ένα είδωλο ανάμεσα σ’ εκείνον και το Θεό και αντί να λατρεύει το Θεό, λάτρευε το είδωλο του εαυτού του. Η προσευχή του, μολυσμένη από το φαρμάκι της υπερηφάνειας, κατάντησε φανταστική, προσευχή κατά φαντασία. Ούτε που κατάλαβε με ποιόν μιλούσε. Ούτε που κατάλαβε πού ανέβηκε να προσευχηθεί, γιατί το κείμενο λέει ανέβηκαν να προσευχηθούν. Όχι τόσο γιατί ο ναός του Σολομώντα ήταν υπερυψωμένος, όσο για το ότι αυτός που πρόκειται να έμπει στην εκκλησία για να προσευχηθεί, ή ακόμη περισσότερο για να λειτουργηθεί, πρέπει να έχει την αίσθηση ότι ανεβαίνει από τη γη στον ουρανό, πετώντας από πάνω του κάθε είδους σκοτούρες και μέριμνες. Ο φαρισαίος λοιπόν δεν ανέβηκε, αλλά μάλλον κατέβηκε περισσότερο από εκεί που βρισκόταν προτού εισέλθει στο ναό.
Συμπτώματα βαρέος φαρισαϊσμού έχει και ο μεγαλύτερος γιος της παραβολής του ασώτου. Έχοντας εδραιώσει μέσα του ένα αίσθημα δαιμονικής αυτάρκειας από μόνο το γεγονός ότι δεν απομακρύνθηκε από τον πατέρα του και το σπίτι το πατρικό, υπακούοντας τυπικά τον πατέρα του, δεν άφησε χώρο αγάπης στην καρδιά του για κανένα. Ούτε για τον πατέρα, ούτε για τον αδελφό. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ούτε τον πατέρα αισθάνθηκε πατέρα, ούτε τον αδελφό αισθάνθηκε αδελφό, ούτε το σπίτι πατρικό οίκο και τελικά έμεινε εκτός νυμφώνος. Ενώ τον πρώτο φαρισαίο τον κατακαίει το πάθος της κατάκρισης, τούτον εδώ τον κατακλύζει ο φθόνος, η ζήλεια, αν και τα δύο πάθη αλληλεπιδρούν και στους δύο. Οι λογισμοί του φθόνου, λένε οι Πατέρες κατακαίνε την καρδιά, έχουν καυστική επίδραση και στο σώμα: βλέπεις τον άλλο που προοδεύει και δεν το αντέχεις, φαρμακώνεσαι. Έτσι κι αυτός, ο πρεσβύτερος αδελφός, σκέφτηκε, μετά το υβρεολόγιο, ότι -δεν έφτανε που έφαγε την περιουσία που του αναλογούσε ο μικρός, θα πρέπει να μοιραστούμε τη δική μου τώρα· έχει επιπλέον και την εύνοια του πατέρα, νόμιζε. Ο πατέρας του όμως, πολύ ευγενικά και αδέκαστα μαζί, τον βάζει στη θέση του: τα δικά μου είναι δικά σου, αλλά έπρεπε κιόλας να χαρείς με τη νεκρανάσταση του αδελφού σου. Αν ο μεγάλος αδελφός είχε αισθανθεί τον πατέρα του όντως πατέρα του και όχι κάποιο δικαστή ή εισαγγελέα όπως φάνηκε, ούτε καν ίσως θα χρειαζόταν να τον ρωτήσει για να σφάξει ένα κατσικάκι και να το φάει με τους φίλους του, βέβαιος για την αγάπη του.
Πολύ προσοχή, αγαπητοί αδελφοί και πατέρες, πρέπει να δοθεί στην περίπτωση που κάποιος άνθρωπος δεν έκανε σωστή ζωή και έρχεται η ώρα του, έχοντας όντως μετανοήσει, να μπει στην Εκκλησία συνειδητά. Τον τρώμε με την κατάκριση και διαφημίζουμε μάλιστα τις αμαρτίες του εμείς “οι εκκλησιαστικοί”, “οι θεούσες και οι θεούσοι”, όπως μας λένε ειρωνικά κι έχουν κάπου δίκιο. Είναι σαν να μπαίνει ένα πληγωμένο πρόβατο στο μαντρί, αναζητώντας τα αδέλφια του και τον τσοπάνη, και αντί αυτών βρίσκει λύκους έτοιμους να το κατασπαράξουν. Μέσα στη μάντρα! Αν ονομάζαμε αυτούς τους ανθρώπους όχι φαρισαίους αλλά δαίμονες, θα ήταν υπερβολικό; Ο μέγας Βασίλειος αναφέρει ότι όταν μαίνεσαι για τις σαρκικές, κυρίως, πτώσεις του διπλανού σου, εξέτασε τον εαυτό σου, μήπως βιώνεις σύνδρομο στέρησης και ζήλειας, επειδή επιθυμείς υποσυνείδητα να κάνεις τα ίδια και δεν τα έκανες. Πάντως με τη μανία που δείχνεις, σίγουρα αγάπη δεν έχεις. Μήπως τελικά και ο πρεσβύτερος γιος της παραβολής του ασώτου κατατρύχεται από ένα τέτοιο στερητικό σύνδρομο;
Ας σκύψουμε τελικά και σήμερα, πρεσβύτεροι αδελφοί και άσωτοι, με διάθεση αυτομεμψίας πάνω από τη χρεωκοπία μας, πνευματική, κοινωνική, ηθική, οικονομική και ψυχική και ας δεχτούμε το κενό που μας μεταγγίζει αυτή η πολυεπίπεδη κρίση, μέσα από την οποία οι διάφοροι έμποροι των εθνών είναι έτοιμοι να ξεπουλήσουν ως και τα ιερά και τα όσιά μας με τη δική μας συγκατάθεση! Ο πατρο-Κοσμάς έλεγε ότι την ψυχή και το Χριστό δεν μπορεί κανείς να μας τα πάρει εκτός αν εμείς του τα δώσουμε. Αν δεχτούμε με ταπείνωση ότι καταντήσαμε από δική μας υπαιτιότητα οι ουραγοί της Ευρώπης και όχι μόνο, ίσως δεχτούμε και τα ακριβά δώρα της προσευχής και της υπομονής, που αρκούν για να βρούμε μεγάλο μέρος του εαυτού μας. Κατασπαταλήσαμε την ουσία της παράδοσής μας ζώντας άσωτα κληρικοί και λαϊκοί, άρχοντες και αρχόμενοι και φτάσαμε στο σημείο να μη μπορούμε ν’ ακούσουμε αυτή την αιώνων παράδοση, που ωστόσο πολλές φορές ερήμην μας, αρδεύει το κορμί μας για να μη μας κρυσταλλώσει ο παγετός του κόσμου και η κόλαση του Μνημονίου και του ΔΝΤ. Είναι τελικά η αμαρτία, η εξαχρείωση της σχέσης του ανθρώπου απέναντι στο Θεό, τον εαυτό του και τον πλησίον, που φθείρει τον κοινωνικό ιστό, δημιουργώντας ποικίλα νεοπλάσματα στον κοινωνικό και πολιτικοοικονομικό οργανισμό.
Τι σώζει τον άσωτο, αλλά και τον τελώνη; Η ταπείνωση και η αίσθηση ότι είναι παιδιά του πατέρα τους. Έτσι ο τελώνης ανεβαίνει όντως στο ναό και είναι ανεβασμένος πλέον και εκτός ναού, όταν θα κατέβει. Έτσι και ο άσωτος, παίρνοντας σταθερή απόφαση διαζυγίου από το παρελθόν, επιστρέφει στο πατρικό σπίτι, φοράει το δαχτυλίδι της εμπιστοσύνης και τα σανδάλια της πατρικής στοργής και συμμετέχει στην ευχαριστιακή τράπεζα. Τελείται μυστικός δείπνος στην καρδιά του. Καινή, καινούρια ζωή, ατελεύτητη πανδαισία μυστική και πνευματική τον παραλαμβάνει. Άλλος εξ’ άλλου από τη χαρά μέσα στα πατρικά δώματα, τις ουράνιες μονές. Από το μηδέν της ανυπόστατης ύπαρξης που υπήρξε κάποτε, στο άριστα της μετά των αγγέλων συναναστροφής.
Είναι όλα όσα αρνηθήκαμε τούτα αγαπητοί αδελφοί. Τραυματίστηκε ο νους μας, όπως ψάλλουμε στο Μεγάλο Κανόνα. Τον κατασπάραξε η φιλαργυρία, τον τύφλωσε η φιλαρχία, τον σάπισε η φιληδονία. Κόλλησε σαν τη βδέλλα σε πρόσωπα και πράγματα πόθου και πάθους και θεωρεί αυτή την παρά φύση ζωή, αυτή την ένσαρκη ασέβεια, φυσιολογικό τρόπο ζωής, και πώς να ξεκολλήσει!
Βέβαια ό,τι κι αν έχει κάνει κανείς το πρόσωπό του δεν χάνεται επειδή έχουμε δημιουργηθεί κατ’ εικόνα Θεού. Η εικόνα μαυρίζει, αλλά παραμένει εικόνα: «εικών ειμί της αρρήτου δόξης σου, ει και στίγματα φέρω πταισμάτων». Πώς λοιπόν θα καθαρίσει αυτή η εικόνα για να δούμε  Θεού πρόσωπο; Πώς θα επιστρέψει ο άσωτος νους στο πατρικό του σπίτι; Ποιο είναι το πατρικό του σπίτι;
Εδώ έρχεται ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς να μας βοηθήσει: ο νους του κάθε ανθρώπου έχει ενέργεια και ουσία. Η ενέργειά του είναι στον εγκέφαλο, η ουσία του είναι στην καρδιά. Στόχος μας είναι να επιστρέψει ο νους στην καρδιά, δηλαδή η ενέργεια στην ουσία. Το έργο αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο· χρειάζεται απαραίτητα η συνδρομή της θείας Χάρης. Ο νους μας έχει μάθει «εκ νεότητός του» να αλητεύει και να εκδαπανάται, να σπαταλιέται στα σοκάκια της αμαρτίας. Του είναι δύσκολο να επιστρέψει. Γι αυτό πρέπει να του δώσουμε κάτι ευχάριστο να κάνει, και συνάμα θεραπευτικό γι αυτόν: μια σύντομη, περιεκτικότατη προσευχή, σύνοψη κυριολεκτικά του Ευαγγελίου: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Οι πρώτες τρεις λέξεις είναι το δογματικό μέρος, οι άλλες δύο το ικετευτικό μέρος. Το «Κύριε» παραπέμπει στον Πατέρα, το «Ιησού» στον Υιό, το «Χριστέ» στον κεχρισμένο από το Άγιο Πνεύμα. Όλη η Αγία Τριάδα σε τρεις λέξεις!
Μαθαίνει λοιπόν ο ανάπηρος νους μας να λέει συνεχώς και αδιαλείπτως τη σύντομη αυτήν ευχή, ώστε συν τω χρόνω να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του. Στο να προσευχόμαστε αδιάλειπτα μας παροτρύνει ο απόστολος Παύλος, και μάλιστα η σύντομη αυτή προσευχή, είτε εκφωνείται με το στόμα, είτε ενηχείται με το νου ευκαίρως-ακαίρως επαναλαμβανόμενη χιλιάδες χιλιάδων φορές, μας διευκολύνει προς αυτή την κατεύθυνση. Ο ισχυρισμός κάποιων ότι η αδιάλειπτη προσευχή είναι για τα μοναστήρια είναι άστοχος, διότι όταν ο Παύλος έδωσε αυτή την παραγγελία, δεν υπήρχαν μοναστήρια. Απευθυνόταν σε εγγάμους και αγάμους χριστιανούς που ζούσαν στον κόσμο, άρα απευθύνεται και σε μας. Άλλωστε κι ο ίδιος ο Χριστός παράγγειλε στους μαθητές Του να ζητούν πράγματα στο όνομά Του γιατί μέχρι τη στιγμή εκείνη που τους το’ πε δεν το είχαν κάνει. Το όνομα αυτό χρησιμοποίησαν τυφλοί και ανέβλεψαν, ασθενείς και έγιναν καλά. Γιατί να μην το χρησιμοποιούμε; Ο άγιος Παλαμάς μάλιστα προτείνει η άσκηση στη συγκεκριμένη προσευχή να ξεκινάει από τις σχολικές ηλικίες.
Όσο μακροχρονεί αυτή η άσκηση στην αδιάλειπτη επίκληση και υπομένει ο άνθρωπος τους πειρασμούς, ταυτόχρονα όμως ζει μέσα στην Εκκλησία συμμετέχοντας στα μυστήριά Της, η ευχή “χαμηλώνει”, ας πούμε, και ακούγεται από το μέρος της καρδιάς μέχρις ότου νιώσει ο άνθρωπος άλλη φωνή  να λαλεί μέσα του, κι αυτή δεν είναι άλλη από το Άγιο Πνεύμα. Ο άσωτος επέστρεψε στο πατρικό του σπίτι και από εκεί μέσα τώρα ακούγονται συμφωνίες και χοροί. Όλη η Αγία Τριάδα κατοικεί στην καρδιά αυτού του ανθρώπου και το γλέντι δεν σταματάει ούτε τη νύχτα, κατά το «εγώ καθεύδω (κοιμάμαι) και η καρδία μου αγρυπνεί».
Έτσι ο άγιος Παλαμάς, που η Εκκλησία μας του αφιερώνει τη δεύτερη Κυριακή των νηστειών, δίνει μία  λύση, συνοψίζοντας όλη την πατερική παράδοση που είναι και ησυχαστική παράδοση ταυτόχρονα, αλλά και σύγχρονη και μετα-νεωτερική. Αλλάζοντας ο άνθρωπος ο ίδιος πρώτα, αλλάζει και τους γύρω του σκορπίζοντας με σωφροσύνη τον πλούτο του σε αυτούς: πίστη, ελπίδα, αγάπη. Νηστεύει και από τα πάθη και από τις τροφές, με τρόπο ευάρεστο στο Θεό και γίνεται η νηστεία του αυτή υπόδειγμα και δέλεαρ για όσους έρχονται σε επαφή μαζί του. Αλλοιώνονται την καλήν αλλοίωση όσοι καλοπροαίρετοι από αυτούς. Έτσι μπορεί ν’ αλλάξει ένα σπίτι, μια γειτονιά, μια πόλη, ένα έθνος. Όπως τότε, στα 1821, όταν το γένος μας έξω φρενών από τη χαρά για το Χριστό πρώτα και μετά για την Ελλάδα, μεγαλούργησε. Είχαν προηγηθεί τα αίματα των παλαιότερων νεομαρτύρων που πότισαν το χωράφι της ιστορίας μας για να φυτρώσει το δέντρο της ελευθερίας. Ήταν τα χρόνια που ο Έλληνας ζούσε μεγάλο μέρος της ζωής του στον περίβολο του Ναού και η καμπάνα είχε γίνει δεύτερη καρδιά του. Και βγαίνει σήμερα η κάθε μετριότητα, ο κάθε μισθοφόρος του χυδαίου και έκπτωτου πολιτικο-οικονομικού κατεστημένου, ο κάθε αγράμματος, η κάθε αμελητέα ποσότητα και κάνει επίδειξη ιδεών όντας γκαρσόνι των δυνάμεων κατοχής. Για να φανεί ο νάνος πρέπει να κοντύνουν οι λεβέντες ή  να εξαφανιστούν, ή να γίνουν κι αυτοί νάνοι! Και θέλει και εξουσία να μιλάει μόνον αυτός! Να μιλάει η ιστορική αναίδεια και αγνωσία και να σωπαίνει η Εκκλησία. Να χάσουμε τελικά την ψυχή μας και να πούμε κι ευχαριστώ.
Όμως έχουμε το θησαυρό των Πατέρων μας που αποτελεί τον ριζικότερο έλεγχο ενάντια στο οποιοδήποτε κατεστημένο της εποχής μας, ακόμη και το εκκλησιαστικό. Ο σημερινός άνθρωπος καθώς βυθίζεται αυτάρεσκα στη μέθη της “επιτυχίας” του ονειροβατεί νομίζοντας το σκοτάδι για φως. Κάπου βαθιά στο σκοτάδι η σπίθα της χάρης παραμένει και περιμένει.
Εδώ είναι που χρειάζεται το τελωνικό φρόνημα και η αγωνιστική διάθεση.  Αν είμασταν λαός προσευχόμενος πολλά θα είχαν αποτραπεί, άλλα θα είχαν αποφευχθεί και άλλα ουδέποτε συμβεί.  Αν και η σημερινή μέρα είναι η μέρα της κρίσης για κάθε πιστό,  όντας ίσως η τελευταία του μέρα, όμως δεν μπορούμε να αντιπαρέλθουμε την πολυεπίπεδη γενική πνευματική κρίση που μας μαστίζει και περιλαμβάνει  την οικονομική, την κοινωνική, την πολιτική, την εκπαιδευτική, την οικογενειακή και την πολιτιστική πλευρά. Κρίση ενός λαού μεταλλαγμένου πνευματικά, που δεν λειτουργούν οι αισθήσεις του, που αναλώθηκε στην επίδειξη νεο-πλουτίστικης άνεσης και αστικού μεγαλείου με ταυτόχρονη πολύχρονη θητεία στο ρουσφέτι και τα επικίνδυνα πνευματικά του παράγωγα και που οι απαρχές όλης αυτής της διάστροφης κατάστασης, τοποθετούνται πιο έντονα προς τα μέσα ή τα τέλη της δεκαετίας του 70.
Η ασκητική οδός των αγίων μας είναι μια απάντηση, ένα ηχηρό ράπισμα στις απαιτήσεις που προβάλλονται καθημερινά από ένα υπερφίαλο εγώ, που οι περισσότερες ανάγκες του εξογκώνονται τεχνητά, ή είναι εντελώς τεχνητές, από τις διαφημίσεις των μέσων μαζικής τυφλώσεως, από τα οποία μέσα μαζικής τυφλώσεως συμβούλευε να φυλάγονται οι χριστιανοί ο μεγάλος πνευματικός των Αθηνών γέροντας Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, αρκετά χρόνια πριν. Ο απόστολος Παύλος πολύ ωραία τονίζει ότι αν έχουμε διατροφές και σκεπάσματα σήμερα, σε αυτά να αρκεστούμε. Ας αφήσουμε στη Θεία Πρόνοια το μέλλον, κάνοντας ό, τι περνάει από το χέρι μας σήμερα. Και μη φοβόμαστε. Αυτός είναι ο δρόμος.
Ας αφήσουμε στη μετάνοια και την ιερά εξομολόγηση το παρελθόν, ακουμπώντας μ’ εμπιστοσύνη στο Χριστό γιατί Εκείνος νοιάζεται για μας απείρως περισσότερο και σωστότερα απ’ ότι εμείς για τον εαυτό μας. Και ας ζήσουμε το παρόν μαζί με το Χριστό, που είναι το ζητούμενο. Τότε ελέγχουμε τις συνθήκες δεν μας ελέγχουν. Είναι ο δρόμος που μας προτείνει η Εκκλησία των πατέρων μας, Εκκλησία ζωντανών, όχι νεκρών.
Ο σημερινός άνθρωπος είναι γεμάτος ψυχολογικά προβλήματα. Εκείνος που έχει ψυχολογικά προβλήματα δεν αισθάνεται καλά ούτε μέσα στο χώρο, ούτε μέσα στο χρόνο. Ο χώρος άλλοτε τον πνίγει και αλλάζει χώρους συνέχεια για ν’ απαλλαγεί από αυτή την αίσθηση, άλλοτε τον τρομάζει σαν ένα κομμάτι ύλης αδάμαστης και τρέχει να κρυφτεί. Ο χρόνος πάλι, άλλοτε κυλάει γρήγορα γι αυτόν και άγχεται, άλλοτε κυλάει υπερβολικά αργά, του φαίνεται, και καταθλίβεται. Ο χώρος και ο χρόνος τού γίνονται αβάσταχτα τέρατα, ένα αφόρητο θλιβερό δίδυμο, μια αίσθηση κόλασης. Το μυαλό του γεμίζει φαντασίες απελπισίας για το παρελθόν και άγχους και φόβου για το μέλλον. Λίγο ως πολύ, έτσι κυλάει η ζωή των περισσοτέρων με τα ίδια συμπτώματα: ελάχιστα, λιγότερο, περισσότερο ή πολύ έντονα σε βαθμό κάποιοι να αποπειρώνται να θέσουν τέρμα στη ζωή τους.  Κι όμως το σύστημα τούς σπρώχνει σε άρρωστες λύσεις για να βρουν τέρμα στην αγωνία τους-τις έχουμε ακούσει και στο Ευαγγέλιο: φάε, πιες, ευχαριστήσου. Δηλαδή κατανάλωσε, ζήσε, στράγγισε τη ζωή, η ζωή δεν περιμένει. Μέτρα την επιτυχία σου ως καταναλωτή με το μέγεθος του σκουπιδοτενεκέ σου! Ο Παύλος όμως λέει ότι ο πλεονέκτης είναι ειδωλολάτρης. Το αποτέλεσμα είναι το κενό να μεγαλώνει.
Μια προσεκτική όμως ματιά στα άρρωστα αυτά συμπτώματα δείχνει ότι ο ψυχικώς πάσχων υποφέρει και φοβάται κυρίως γιατί έχει κρατούμενα από το Θεό, έχει δηλαδή εκκρεμότητες ηθικής τάξης, ενώ επιπλέον αντί να προχωράει σε μία αποτελεσματική θεραπεία, ακολουθεί τις λανθασμένες συνταγές του κοσμικού τρόπου ζωής. Αν ο Θεός είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, άρα και ο χώρος και ο χρόνος είναι γεμάτοι από την  παρουσία Του και μάλιστα και την  αοράτως σωματική παρουσία Του, γιατί φοβάται και πονάει και υποφέρει; Τι τον χωρίζει από το Θεό; Την απάντηση την ξέρουμε: μόνο η αμαρτία χωρίζει από το Θεό. Έτσι κάπως, αρκετά χοντρικά ομολογουμένως, μπορεί να περιγραφεί το πρόβλημα.
Απέναντι λοιπόν στο στείρο καταναλωτισμό της εποχής μας, που κάνει πλέον το πρόσωπό μας να ταυτίζεται με το καταναλωτικό μας προσωπείο, η Εκκλησία μας τούτη την περίοδο προβάλλει το θεόσδοτο θεσμό της νηστείας. Λέμε θεόσδοτο γιατί ο Θεός μέσα στον παράδεισο έδωσε εντολή νηστείας την οποία παρέβη ο άνθρωπος και βρέθηκε εκτός παραδείσου. Ο μέγας Βασίλειος λέει ότι αν είχαμε νηστέψει τότε, δεν θα είχαμε ανάγκη να νηστεύουμε τώρα. Τώρα νηστείας και μετανοίας καιρός.
Η νηστεία νοείται με διπλό τρόπο: σωματική και πνευματική. «Νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν ευάρεστον τω Κυρίω», λέει μέσα το Τριώδιο. Δεκτή και ευάρεστη στο Θεό είναι η νηστεία η σωματική μεν, σαν είδος προπόνησης, ανάλογα με τις σωματικές δυνάμεις και την υγεία του ανθρώπου· και κατά δεύτερο λόγο η πνευματική νηστεία, νηστεία από λογισμούς και από πάθη, απείρως δυσκολότερη από τη σωματική νηστεία, γιατί χρειάζεται ισχυρή προαίρεση, ανδρεία και ταπείνωση ταυτόχρονα.
Η σημαντικότητα της πνευματικής νηστείας δεν πρέπει να μας κάνει να υποτιμούμε τη σωματική νηστεία, η οποία είναι θεσμοθετημένη από την Εκκλησία μας από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια. Με το που θα σκεφτείς να νηστέψεις για το Χριστό, ξεφεύγεις από το εγώ σου και σκέφτεσαι κάποιον Άλλο, ένα συγκεκριμένο Πρόσωπο, που Του δίνεις ελεύθερα το δικαίωμα να σε σκεφτεί κι Εκείνο. Και το Πρόσωπο αυτό μάλιστα, όχι μόνο σε σκέφτεται, αλλά και διψάει να σε σώσει αν το θέλεις, κι αν ακόμα θέλεις επαιτεί τη σωτηρία σου, όπως άλλοι απαιτούν την απώλειά σου, κατάλαβες ποιοι, εκτός από τον παλαιό σου εαυτό και τους δαίμονες.
Υπάρχουν τώρα κάποιοι που λένε ότι είναι καλοί άνθρωποι, αλλά δεν νηστεύουν, δεν χρειάζεται, πιστεύουν. Δεν θ’ αναφερθούμε ούτε σε Κανόνες της Εκκλησίας μας, ούτε στη ζωή του Ίδιου του Χριστού που αποδεικνύουν το εσφαλμένο του παραπάνω ισχυρισμού. Θα τους κρίνουμε από αυτό που λένε. Αφού είναι καλοί άνθρωποι κατά τη γνώμη τους και φτάνει αυτό, δηλαδή έφτασαν εκεί που πρέπει, τους ρωτάμε πώς τα κατάφεραν. Δηλαδή πώς  κατόρθωσαν την πνευματική νηστεία που είναι πολύ δύσκολη και δεν κατάφεραν τη σωματική που είναι απλή και σχετικά εύκολη. Η Εκκλησία μας μάς ξεκινάει από τα απλά που είναι το να μη φας αυτό ή εκείνο, και μετά μας πηγαίνει στη νηστεία των λογισμών, στα δύσκολα. Άρα πλανώνται.
Όταν η Εκκλησία νηστεύει κι εσύ κατά τη διάρκεια της νηστείας ενώ είσαι σωματικά υγιής δεν νηστεύεις, βγάζεις τρόπον τινα τον εαυτό σου εκτός Εκκλησίας, σαν να “αυτό-αφ-ορίζεσαι”. Να ξέρεις όμως πως εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία. Όλα τα άλλα που ισχυρίζεσαι περί καλού ανθρώπου κλπ είναι αμπελοφιλοσοφίες επί το λαϊκότερον, που δείχνουν έναν άρρωστο εαυτό με καμία διάθεση να γνωρίσει το Χριστό και μέσ’ από Αυτόν, ή μέσα σ’ Αυτόν, να ξαναγνωρίσει τον ίδιο του τον εαυτό. Γιατί όχι ο καλός άνθρωπος, όχι ο καθωσπρέπει άνθρωπος, αλλά ο άνθρωπος που γνώρισε τη δική του αδυναμία, είναι ανώτερος από εκείνους που ανασταίνουν νεκρούς, λένε οι Πατέρες και πολλοί άλλοι άνθρωποι βρίσκουν την ηρεμία, τη χαρά και την πνευματική υγεία κοντά του.
Απαραίτητη επομένως η σωματική νηστεία και σαν βάση, αλλά και σαν ενίσχυση της πνευματικής. Η πνευματική νηστεία σημαίνει πρώτα απ’ όλα σταύρωση των αισθήσεων, αλλά επειδή η σταύρωση αυτή γίνεται με τη βοήθεια του Χριστού, συσταυρωνόμαστε εμείς κι Εκείνος. Σημαίνει επίσης ταφή του νου μέσα στην καρδιά, όπου αδιάλειπτα αυτός επικαλείται το έλεος του Χριστού, αλλά επειδή αυτή η ταφή γίνεται με τη βοήθεια του Χριστού είναι συνταφή. Και όπως μετά τη σταύρωση και την ταφή του Κυρίου ακολουθεί η Ανάσταση, έτσι και τον άνθρωπο που συσταυρώνεται και συνθάπτεται με το Χριστό, τον περιμένει η συνανάστασή του με το Χριστό και τώρα, αλλά και στους άπειρους αιώνες. Άλλωστε στο τέλος μάς περιμένει όλους η σαρκωμένη Αγάπη, η οποία και θα κλείσει την Ιστορία.
Η μετάνοια και η κρίση είναι δύο μεγέθη πολυεπίπεδα. Κρίνω αν σωστά μετανοώ, αν η μετάνοιά μου όντως με ανακαινίζει οντολογικά, όπως λέμε στη γλώσσα της θεολογίας. Αν όντως η μετάνοιά μου δεν είναι αλλαγή ψυχολογικών και συναισθηματικών δεδομένων, αλλά αλλαγή του τρόπου της ζωής μου, αλλαγή αίσθησης και όρασης του κόσμου. Αν δεν είναι, οφείλω να θεωρήσω πολύ σημαντική αυτή την ανεπάρκεια, ίσως και αναπηρία, καταθέτοντάς την τόσο στο Θεό, όσο και στο πετραχήλι του πνευματικού πατέρα. Βλέποντας ο Θεός την προσπάθεια στέλνει αρκετές φορές δάκρυα μετάνοιας, βροχές δακρύων και βροντές στεναγμών, που ανακουφίζουν την εξαντλημένη από το λίβα των παθών ψυχή μας.
Αυτά τα δάκρυα, ας προσευχηθούμε να μας στείλει το έλεος και η χάρη του Θεού, σεβαστοί Πατέρες και αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί, ώστε να διανύσουμε το υπόλοιπο της αγίας Τεσσαρακοστής με νήψη, προσευχή και προσπάθεια μεταμόρφωσης των παθών και αποκοπής των εφάμαρτων συνηθειών μας, ώστε με πνευματική αγαλλίαση να γιορτάσουμε τη λαμπροφόρο Ανάσταση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, σείοντας τα νοερά βαΐα των φοινίκων προς τιμήν Του, δηλαδή κατευθύνοντας κάθε κίνημα της καρδίας μας προς Εκείνον που είναι η πηγή του φωτός και στρώνοντας τα ιμάτιά μας εκεί από όπου Εκείνος θα περάσει, δηλαδή αναγνωρίζοντας ότι κάθε αρετή και κάθε χάρισμά μας προέρχονται από Εκείνον και μόνο, αμήν!  

 

—————

Πίσω