ΕΙΚΟΝΑ: ΘΥΡΑ ΕΙΣΟΔΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ

2013-07-03 00:05
Θεοφιλέστατε άγιε Ταμιάθεως κ.κ. Ιωακείμ, σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,
Επειδή η ψυχή μας αλλά και η σάρκα μας γυρεύουν το φως ή μάλλον πλάστηκαν με γνώμονα το φως, σήμερα που η Εκκλησία μας εόρτασε την αναστήλωση (843) των ιερών εικόνων επί αυτοκράτορος Μιχαήλ Γ΄ και της μητέρας του Θεοδώρας, πρέπει να είμαστε πολύ ευγνώμονες και χαρούμενοι γιατί πήρε τέλος μια άχαρη περίοδος. Αν και η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος (787) επί Κων/νου Στ΄ Πορφυρογεννήτου και Ειρήνης και ο αγιώτατος Πατριάρχης Ταράσιος στην Νίκαια είχαν επικυρώσει την τιμή και την προσκύνηση των τιμίων εικόνων, είχαμε ακόμη πολλά προβλήματα. Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε κατ’ αρχήν στην Κων/πολη, αλλά ήταν τόσο το εικονομαχικό μένος, που αποφασίστηκε η αλλαγή έδρας.
Γι’ αυτό το μένος, το μίσος αν θέλετε, ή ακόμη καλύτερα την κρίση απιστίας που μας μαστίζει κι έχει γεμίσει με μια μουντή ανοστιά την καθημερινότητά μας και δηλητηριάζει τις σχέσεις μας, οι οποίες θα έπρεπε να δείχνουν ότι αγαπιόμαστε εν Χριστώ μέχρι παραφροσύνης, έχοντας λιώσει τις προσωπικές μας διαφορές μέσα σε ωκεανούς φωτός,
ακτίστου και παρηγορητικού, αλλά και για την απόλαυση την πνευματική στην οποία έχει κληθεί να συμμετάσχει και το σώμα –αν δεν θέλουμε ο χριστιανισμός μας ή ακριβέστερα η Ορθοδοξία μας ν’ αποπνέει ύποπτο νεστοριανικό ή μονοφυσιτικό βίωμα, θα μιλήσουμε στην αγάπη σας ευλαβέστατοί μου χριστιανοί.
«Χαίρομαι σαν το μικρό παιδί, όταν μέσα στη σιγαλιά της νύκτας θυμιάζω τα εικονίσματα, ψελλίζοντας είτε την ευχούλα του Χριστού μας, είτε λόγια εξαίσιας αγάπης προς τους αγίους μας, με την αίσθηση ότι με ακούν και όχι μόνο. Προσκυνώ και ασπάζομαι τα εικονίσματα και ευθύς την καρδιά μου, τόση χαρά την πλημμυρίζει, τέτοια παρηγοριά εξέρχεται από τις εικόνες κάποιες φορές, που σαν να με πιάνουν απ’ το χέρι και με οδηγούν πέρα μακριά, ως τις αυλές μιας χαράς που τολμώ να ονομάζω παράδεισο», ομολόγησε ένας παππούλης.
«Η τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει» λέγει ο άγιος Δαμασκηνός δανειζόμενος τη φράση από το μεγάλο Βασίλειο. Και το πρωτότυπο κατεβαίνει και μας ασπάζεται για την τιμή που του κάνουμε. Έτσι ξεπερνούμε τις στενοχώριες, τα βάσανα και τις θλίψεις της παρούσης ζωής. Η εικόνα μας δείχνει ότι πάντα υπάρχει ένα βήμα πιο πέρα και να μην απελπιζόμαστε. Όχι μόνο αυτό, αλλά να μαθαίνουμε και τα παιδιά μας, το ίδιο να κάνουν κι αυτά. Και η χάρις των αγίων μας θα τα γλυτώσει από την τόσο διαδεδομένη σήμερα απογοήτευση.
Σήμερα ο καθένας ζει κεκλεισμένων των θυρών, εννοώ μέσα στην ατομικότητά του, αν και βρισκόμαστε μεταξύ πολλών. Αυτό το μηδέν και ο τρόμος του κενού –ενός πολύ επικίνδυνου κενού- είναι μια εμπειρία που ολίγοι έχουν και πολλοί αγνοούν. Είναι ένα κενό, μια απελπισία όχι ψυχοσυναισθηματικού τύπου που γιατρεύεται ίσως με τη λήψη κάποιων αγχολυτικών. Είναι κάτι πολύ πιο αδηφάγο και ανελέητο, μια οδύνη εξωχρονική, που δε γιατρεύεται μέσα στο χρόνο, ακριβέστερα όταν εμπιστευόμαστε τα κριτήρια της λογικής και των φαινομένων, αλλά χρειάζεται ένας άλλος τρόπος, πιο καλά κάποιο άλλο πρόσωπο να βάλλει το χέρι του για να επιβιώσεις. Όταν ο λαός μας λέει: «ο Θεός να βάλει το χέρι του» κυριολεκτεί, δεν κάνει σχήμα λόγου.
Μόνο που αυτό ελάχιστοι το καταλαβαίνουμε.
Επειδή κάπου μέσα μας βαθιά, όσο άσχημα κι αν ζούμε, πάντα υπάρχει μια σπίθα χάριτος –απλώς τη φοβίζει ο τρόπος ζωής μας και αποσύρεται εις τα ενδότερα, ας πούμε- δίνει ο Θεός, και όταν βρισκόμαστε ενώπιον των εικόνων νιώθουμε ότι αυτές όντως πραγματοποιούν το όνειρο της Εδέμ και μας αλλάζουν αψευδώς. Όσο κι αν ο εγωισμός μας είναι ένα κλειστό καβούκι, ένα όστρακο, και τα έργα μας μάς ταπεινώνουν και μας φέρνουν κάτω απ’ το επίπεδο ακόμη και των πλέον πρωτόγονων φυτικών υποθαλάσσιων όντων, μαζί με τα φύκια, τις θαλάσσιες ανεμώνες και τους παρασιτικούς οργανισμούς του ενάλιου φυτικού πλούτου, δεν πρέπει να απελπιζόμαστε. Θα ΄λεγα ότι αυτή η συστολή, η σμίκρυση, είναι απαραίτητη αν θέλουμε να μας ακούσει ο Θεός, μάλλον εμείς να τον ακούσουμε.
«Μη φοβάσαι το κενό. Πέσε μέσα του, για να υπάρχει λόγος ο Θεός να σε βαστήξει στη φούχτα του» έλεγε κάποιος παππούλης.
Τί είναι ένα κοχύλι; Αμελητέα ποσότης ύλης. Το πήραν οι παλαιοί και το έκαναν σύμβολο γονιμότητας. Οι δε αρχαίοι Έλληνες λένε ότι από το κοχύλι γεννήθηκε η Αφροδίτη, η ομορφιά. Κι εγώ θα φοβηθώ; Σκέπτεται ο ταπεινός. Δίνανε αυτοί «λύσεις» προ Χριστού κι εγώ ο άνθρωπος του σήμερα θα φοβηθώ; Ας νοιώθω, ακόμη κι ένα κοχύλι πιο υπάκουω στο Θεό από μένα. Εγώ θα φωνάζω στο Θεό.
Κι όταν φωνάζεις, όταν κράζεις καλύτερα, στο Θεό, παύει αυτό το «εγώ». Διαστέλλεται στο «εμείς» και χωράει τους πάντες. Γίνεσαι ένας αληθινά παγκοσμιοποιημένος άνθρωπος, έτσι είναι ο άγιος. Είσαι ευγνώμων και στο σκουλήκι, στο βουνό που αποκαλύπτει τον πρωινό ήλιο, στον πετεινό που σε ξυπνά για να κάνεις τον όρθρο, στο σκύλο που σε μαθαίνει να υπακούς στο Θεό όπως εκείνος στο αφεντικό του, όλα και όλοι έχουν γίνει φίλοι σου, τολμώ να πω ανεπιστρεπτί. Είσοδος στο νοητό τόπο της αφθαρσίας.
Αφθαρτοποιημένη και λουσμένη σε ανταύγειες θείου φωτός, παρουσιάζει η εικόνα την κτίση, όχι οικολογικά αποκατεστημένη. Όλα λάμπουν. Σ’ αυτή τη νέα κτίση, καλεί η εικόνα όλους μας. Προηγούνται –κι αυτούς τους ξέρει μόνον ο Θεός- όσοι κατέστρεψαν το κοσμικό φρόνημα μέσα στην αλμύρα των κυμάτων της κατάνυξης, τυφλοί για τον κόσμο και τις προδιαγραφές του. Σαν τους αγίους αγιογράφους του παλιού καλού καιρού που τυφλοί όντες για τα πράγματα του κόσμου, ζωγράφιζαν με τον αναμμένο άνθρακα της παραμυθίας του Χριστού. Το φωσφορικό κάλλος του Χριστού μας, ο αληθινός άνθρωπος, τέμνει το σκοτάδι, τη νύχτα των παθών μας και μας ζωογονεί. Η ζωή εκ του τάφου ανέθορε.
Κόμπο-κόμπο με το κομποσχοίνι κατεβαίνεις στο βάθος της καρδιάς. Εκεί μέσα ανακαλύπτεις –φορώντας ειδικά γυαλιά της χάριτος- βρώσιμους ιχθύς σπάνιας ομορφιάς. Είναι μια θέα που δεν εμπιστεύεται τη φυλακή των φαινομένων. Είναι μια θέα που έχει περάσει από οδυνηρή περιτομή καρδίας. Ωδίνες και στεναγμοί προς συνάντηση του Αμνού. Σε μια τέτοια θέα, ευλαβέστατοί μου πατέρες και αδελφοί, θέλει να μας κάνει μετόχους ο αληθινός, ο άγιος αγιογράφος, όχι ο –έστω και συνεπέστατος- αντιγραφέας βυζαντινών έργων. Ο πρώτος ζωογονεί, ο δεύτερος μας πλήττει.
Αγιογραφώντας , γίνεσαι εσύ θεοτόκος αφού κατά χάριν γεννάς το Χριστό μέσα σου. Δανείζεις το χέρι σου στο Χριστό, -τόσο πολύ πρέπει ν’ αφήνεσαι σ’ Αυτόν, -και ζωγραφίζει Εκείνος αντί εσού. Είσαι εσύ όμως που αφήνεσαι. Γι’ αυτό και η συνάντηση έχει ανεπανάληπτο, προσωπικό χαρακτήρα. Γι’ αυτό και η Παναγία είναι μητέρα της εικόνας. Μητέρα και των εικονιζομένων. Μητέρα και του αγιογράφου.
Κοιτώντας μια εικόνα, στενοχωρούμαστε λίγο γιατί το φρόνημά μας είναι κοσμικό. Σαν να μας ξεφεύγει. Τα πρόσωπά της σαν να μιλούν μια ξένη γλώσσα. Γλώσσα που είναι δεμένη με το κερί, το λιβάνι, την ακολουθία, την προσευχή. Είναι φανέρωση εικαστική, του ήθους ενός λειτουργημένου ανθρώπου.
Κοντολογής δεν μπορείς να περάσεις μέσα στην εικόνα παρά μόνο με τη συνοδεία αναρίθμητων πολυομμάτων Χερουβείμ και εξαπτερύγων Σεραφείμ, στολισμένος μ’ ένα θεοΰφαντο ένδυμα ταπείνωσης. Όσο το «εγώ» δε σπάει ώστε ν’ ανατείλει το πρόσωπό σου, πάντα θα φθάνεις μέχρι τα κράσπεδα της εικόνας. Ούτε αυτή θα έρχεται προς εσένα, ούτε εσύ θα μπορείς να μεταφερθείς μέσα της. Αν κουβαλάς πολλά περιττά έχασες: η εικόνα σού αποκαλύπτει μόνο το κρυπτό και καλύπτει τα υπόλοιπα περιττά και καυσούμενα στοιχεία.
Μην ξεχνούμε όμως ευλαβέστατοί μου αδελφοί, ότι απευθυνόμαστε σ’ ένα Θεό ελέους που φιλότιμα και με μεράκι κάθισε και δημιούργησε το καθετί. Να παρακαλούμε το Χριστό μας να μας δίνει μετάνοια και βοήθεια. Η μετάνοια αλλάζει το νου, την καρδιά, τα μάτια, τ’ αυτιά. Ανοίγεται η καρδιά στο άπειρο της αγάπης του Θεού, που η αγάπη του Θεού δεν έχει συγκεκριμένο βάθος, όπως βάθος δεν έχει και η εικόνα. Ακούει ο χριστιανός εξαίσια μυστικά να ψιθυρίζονται τις νύχτες απ’ όλα τα πλάσματα του Θεού σαν εκείνο το γέροντα που κάνοντας παρατήρηση στα βατράχια να κοάζουν σιγότερα διότι ενοχλούσαν στο μεσονυκτικό, έλαβε την απάντηση: -κάνε υπομονή γέροντα κι εμείς τελειώνουμε τον όρθρο! Οι αίνοι της πλάσης!
Μια γλυκύτητα όπως εκείνη των φαγιούμ και των πρωτοβυζαντινών τοιχογραφιών και ψηφιδωτών και εικόνων αλλά και υστερότερων και τωρινών μάλιστα, μας πληροφορεί και μας προειδοποιεί αρχοντικά να μην εμπιστευόμαστε τις φωτοσκιάσεις της προοπτικής των χρόνων της Αναγέννησης η οποία δημιουργώντας μια ψευδαίσθηση βάθους εκεί που δεν υπάρχει, βιάζει την πραγματικότητα, μη σεβόμενη την επίπεδη επιφάνεια της σανίδας.
Βέβαια το σπίτι καταλαβαίνεις ότι είναι σπίτι, τον άνδρα, την γυναίκα, το Χριστό μας, τους μαθητές, όλα στέκουν ισορροπημένα στη θέση τους. Σε κοινωνία με το άκτιστο φως του Θεού. Οι αμαρτωλοί παρουσιάζονται προφίλ, μέσα στην άφθαρτη δόξα κι αυτοί, αλλά κατακαιόμενοι απ’ την αγάπη του Θεού, χωρίς να είναι σε κοινωνία με το άκτιστο φως.
Η αναλογία των ισορροπιών και των διαστάσεων υπάρχει πάντα μέσα στην εικόνα. Δεν καταργούνται οι τύποι του φαινομένου, η αναλογία της πλάσεως. Ο άγιος αγιογράφος ή καλύτερα ο αγωνιζόμενος αγιογράφος σκοπεύει να μας παρουσιάσει τη μη φαινομένη πραγματικότητα όπως υπάρχει στη σκέψη του Θεού αλλά σε σχέση με μας. Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, κληρονόμος της παραδόσεως των φαγιούμ, λέει: «ουκ αναιρεί τύπους η αλήθεια, καθίστησι δε εμφανεστέρους».
Την χαρά αυτή που κρύβεται πίσω απ’ τα πράγματα, τα πράγματα που πρέπει να τα αρνηθείς για να συμμετέχεις ψυχή τε και σώματι στο μυστήριό τους –να τα αρνηθείς για να γευθείς την αλήθειά τους, όπως ο άγιος Νικόλαος που του ψάλλουμε «εικόνα πραότητος ανέδειξέ σε τη ποίμνη σου η των πραγμάτων αλήθεια», τη χαρά αυτή είχαν υποπτευθεί και οι μεγάλοι εξπρεσσιονιστές, κυβιστές, φωβιστές ζωγράφοι καθώς και οι υπερρεαλιστές λογοτέχνες και ποιητές της δύσης. Αντέδρασαν κι αυτοί στο νόθο πνεύμα της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού υποπτευόμενοι την ομορφιά του Χριστού μας από τον οποίο τους απέκλειε η σύγχρονή τους δυτική χριστιανοσύνη. Αντέδρασαν και πολύ καλά έκαναν.
Ο Πάμπλο Πικάσσο για παράδειγμα στα τελευταία του χρόνια κάνει με χαρά τη διαπίστωση ότι ξόδεψε μια ζωή για να μάθει να ζωγραφίζει σαν παιδί τελικά. Το παιδικό φρόνημα ήταν αυτό που μακάρισε ο Χριστός (: «των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών). Ο δε Αντρέ Μπρετόν μιλώντας ορθόδοξα και σε πείσμα των διαστρεβλώσεων του παπισμού διαπιστώνει ότι: «το επέκεινα είναι σ’ αυτή τη ζωή». Σαν να μας λέει δηλαδή ότι το άκτιστο, τώρα κιόλας που ζούμε, μπαίνει μέσα στη ζωή μας και τη ζυμώνει, και τη χαροποιεί, δηλ. αυτό που λέμε κι εμείς.
Οπωσδήποτε το στοιχείο της διάλυσης σε πίνακες συγχρόνων ζωγράφων ανιχνεύεται εύκολα, ας είναι κάποτε και αυθεντικό· δεν παύει να είναι στοιχείο διάλυσης, αποσύνθεσης. Μάλιστα ένας σύγχρονος, πρόσφατα κοιμηθείς, μοναχός ορθόδοξος, ο π. Γρηγόριος Κρούγκ ο οποίος ασκήθηκε στη Σκήτη του Αγίου Πνεύματος, έξω από το Παρίσι και μας έχει φτιάξει καταπληκτικά πράγματα, αγιογραφίες δηλαδή που αποπνέουν οσμήν νηστευτού και ευωδία αγιοπνευματική, παρατηρεί ότι ο Πικάσσο εμπνέεται από πονηρά πνεύματα. Βρείτε και διαβάστε το βιβλίο του στις εκδόσεις «Νεκτάριος Παναγόπουλος». Εκεί παρουσιάζονται κάποιες εικόνες του συνοδευμένες από τη θεολογία τους η κάθε μια, σχόλια γραμμένα από τον ίδιο.
Σε πολύ πιο δύσκολη κατάσταση από τους δυτικούς ζωγράφους βρίσκονται –νομίζω- οι σημερινοί αντιγραφείς αγιογράφοι. Φοβούνται να βάλουν μια πινελιά παραπάνω μη τυχόν επέμβουν στο πρωτότυπό τους. Μα το σημαντικό είναι να βρεις το πρόσωπό σου ό,τι κι αν σου κοστίσει αυτό. Θα είσαι αυθεντικός. Κι όταν μάλιστα αγωνιζόμαστε όσο μπορούμε εν Χριστώ, βγαίνουν ωραία πράγματα. Το ωραίο, προϋποθέτει πόνο. Σταύρωση.
Βλέποντας την εικόνα του Σταυρού με το Χριστό επάνω του, αισθανόμαστε μιαν άφατη αίσθηση ελευθερίας να μας πλημμυρίζει. Ευλογείται ο χώρος μας, ευλογείται ο χρόνος μας. Εκτείνεται ο Σταυρός στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα αγιάζοντάς τα. Αλλά και ο χρόνος μας σταυρούμενος αγιάζεται. Παύει να είναι γραμμικός, οριζόντιος, καταθλιπτικός, εχθρικός. Παύει να γεννάει το θάνατό μας και να μας αγχώνει. Τον δροσίζει η κάθετη διάσταση του Σταυρού που ανοίγει τη ζωή μας στο θαύμα. Εισερχόμενος ο Κύριος στην Ιστορία, ανοίγει το παρόν στην αιωνιότητα. Χάνεται το άγχος και η ψυχή μεταμορφώνεται. Βγαίνει η χάρη από την εικόνα της Σταύρωσης και μπαίνει στη ζωή σου, ζυμώνεται μαζί σου οδηγώντας σε σέ λειμώνες νομής σωτηρίου. Έχεις μπει στην πραγματικότητα της εικόνας. Διακρίνεις τις πανουργίες των πονηρών πνευμάτων και ταπεινώνεσαι περισσότερο. Γεύεσαι τους νοερούς ασπασμούς των αγγέλων, τους γλυκασμούς και τις επιπνεύσεις της θείας χάριτος και δοξολογείς το Θεό, θεωρώντας τον εαυτό σου ανάξιο για μια τέτοια δωρεά. Είσαι κι εσύ μέρος της εικόνας, ομοιωθείς τω Θεώ. «Αφήνεις τα κάτω, τα άνω φρονείς, τοις άνω συνάπτεσαι, εκείνα νοείς» ομολογεί ο παθών τα θεία γέρων Ιωσήφ ο σπηλαιώτης και αγιορείτης.
Επανερχόμαστε στο μεγαλείο της εικόνας της Σταύρωσης. Το «εν τούτω Νίκα» στα λατινικά γραμμένο, όπως το είδε ο Μέγας Κωνσταντίνος, χάρισε τη νίκη, όσο κι αν σύγχρονοι ιστορικοί, εκκλησιαστικοί μάλιστα, εκ περιεργείας σκαλίζουν τόσο τις πηγές, λες με την προαίρεση ν’ αποδείξουν τ’ αντίθετα. Από την άλλη μεριά, ο συγχωρεμένος κυρ-Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης παρατηρεί ότι «όταν για πρώτη φορά στο νέο ελληνισμό βγήκαν γραμματόσημα με το Σταυρό του «εν τούτω Νίκα», απελευθερώθηκε και η Βόρεια Ελλάδα».
Θα θυμάστε τότε που ήμασταν μικρά παιδιά, ο δάσκαλος μας έβαζε μπροστά στο χάρτη της Ελλάδος και κάνοντας το Σταυρό μας λέγαμε: βορράς, νότος, ανατολή, δύση, προσανατολίστηκα. Αυτό ήταν μια διδακτική μέθοδος που υπερβαίνει πνευματικά κάθε μοντέρνα παιδαγωγική. Ιδού λοιπόν ο Σταυρός σαν γεωγραφία των οριζόντων μας. Μια κατάνυξη, μια συγκίνηση, ένα παράπονο τολμώ να πω για τη χαμένη αθωότητα εκείνων των χρόνων μου έρχεται, αν και κάθε στιγμή έχει τη δική της ανεπανάληπτη αξία και όλοι μαζί προχωρούμε σε αιώνια συνύπαρξη –ευχάριστη ή δυσάρεστη- με το Χριστό μας.
Ο εικονισμός λοιπόν του Ιησού Χριστού και των αγίων προσώπων, εκτός που ομολογεί την σάρκωση του Κυρίου και την παρουσία Του στους αγίους Του, πολύ μας βοηθάει να ξεπερνούμε το άγχος των θλιβερών. Ακόμη μας λέει πως ο χωρισμός από την αιωνιότητα είναι προσωρινός και η αναμονή αυτής της απόλαυσης μας γεμίζει ήδη από τώρα με χαρά.
Γίνονται λοιπόν οι εικόνες παράθυρα, θύρες εξόδου, διαφυγής προς την αιωνιότητα. Ακόμη και η σύναξή μας εδώ μέσα στον ιερό ναό, κάτω από την κάθετο του Θεού και υπό την χάριν της εικόνος του Κυρίου Παντοκράτορος, μεταβάλλεται σε σύναξη εν Χριστώ «εν υπερώω τόπω ταις υψηλαίς φρεσίν». Όλοι και όλα λειτουργούμεθα και λειτουργούνται. Ως λειτουργικά σκεύη και οι εικόνες, τα εικονιζόμενα πρόσωπα, συλλειτουργούν, σε εναρμόνιο συντονισμό με τα αδόμενα και τα τελούμενα. Γι’ αυτό η εικόνα, πρέπει να φανερώνει αυτό που καλούμε λειτουργικό ήθος, δηλαδή πρέπει να είναι απαλλαγμένη βαρύτητος και σαρκικού φρονήματος. Να αποπνέει το αιθέριο των αγγέλων και να μιλάει τη γλώσσα της εν Χριστώ σωματικής πραγματικότητας, δηλ. η χάρις της να σαρκούται. Να έλκει σε προσευχή. Να παρηγορεί χωρίς να κολακεύει.
Ιστορία πρώτη: Μια γριά γυναίκα στην Κρήνη της Χαλκιδικής έλεγε: -Τα παιδιά μου φύγαν να σπουδάσουν στην πόλη. Άραγε είναι καλά; Ρωτιόμουνα. Πήγαινα και κοιτούσα την εικόνα της Παναγίας. Αν χαμογελούσε, καταλάβαινα πως ήταν καλά. Αυτό δεν είναι μύθος. Είναι αίσθηση. Ούτε παραίσθηση, ούτε ψευδαίσθηση, ούτε ο πονηρός.
Ιστορία δεύτερη: Αναφέρει ο σεβαστός γέροντάς μου πατήρ Στέφανος Αναγνωστόπουλος από τις προσωπικές του σημειώσεις:
Κάποτε ζούσε ένας νεωκόρος, ο οποίος είχε πολύ σεβασμό, πολλή ευλάβεια, πολύ φόβο Θεού. Ήταν από κείνους τους νεωκόρους, που τους ζητάμε και τους θέλουμε υπηρέτες και βοηθούς στο Ναό. Ο Ναός ήταν χτισμένος προς τιμήν του Τιμίου Προδρόμου. Χτυπούσε λοιπόν ο νεωκόρος τις καμπάνες του Ναού –ήταν τρεις, τέσσερις οι καμπάνες- και τις χτυπούσε με τα δύο του χέρια.
Έπεσε όμως και τραυματίστηκε στο αριστερό του χέρι, και δεν μπορούσε να χτυπήσει τις καμπάνες με το ένα χέρι μονάχα. Και ήταν γι’ αυτό πολύ στεναχωρημένος. Έρχονταν μεγάλη γιορτή, και δε θα χτυπούσε γλυκά, ρυθμικά, όπως συνήθως, πότε τη μία, πότε την άλλη, πότε δύο δύο, πότε τρεις και μία, όπως κάνουν στο Άγιον Όρος.
Λοιπόν τι να κάνει, πηγαίνει στον Τίμιο Πρόδρομο (τη εικόνα του) και του λέει:
Άκουσέ με άγιε! Ο Ναός σου είναι αυτός, το χέρι μου το είδες, δεν μπορώ με το ένα χέρι. Για έλα εδώ. (Προσέχουμε!) Τον παίρνει λοιπόν από το χέρι –κατέβηκε ο Τίμιος Πρόδρομος από την εικόνα του! –και τον πηγαίνει έξω στο καμπαναριό.
-Για δείξε μου τώρα πώς θα χτυπάω τις καμπάνες!
Παίρνει ο Τίμιος Πρόδρομος, κάνει θηλιές στα σχοινιά, βάζει τη μια θηλιά στο ένα πόδι, την άλλη θηλιά στο άλλο πόδι, τις άλλες δύο, τη μια στο χέρι και την άλλη στον αγκώνα, και του έδειξε με ποιο θερμό τρόπο θα χτυπάει τις καμπάνες.
-Ευχαριστώ πολύ, είπε ο νεωκόρος στον Άγιο! Και χτυπούσε τις καμπάνες όπως του έδειξε ο Τίμιος Πρόδρομος! (Να ένας καμπανάρης αληθινά θεοδίδακτος!)
Ο κόσμος λοιπόν της εικόνας, η απηρτισμένη πνευματική πραγματικότητα, εισέρχεται στη ζωή των απλών και απονήρευτων, μεταβάλλοντας τη ζωή τους μερικές φορές, σε αληθινή θεοφάνεια. Μόνο που χρειάζεται ο νους μας να γεμίσει Χριστό. Όχι για να μας μιλούν οι εικόνες, αλλά και αυτό μπορεί να γίνει. Όμως ο νους μας να είναι κολλημένος, αντί στο Χριστό και τους αγίους Του, σε σκόρπιες εντυπώσεις του φευγαλέου παρόντος, σε είδωλα που εικονίζουν το είδος των παθών μας. Σε ότι νικιέσαι σ’ αυτό και υποδουλώνεσαι.
Αναφέρει ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης: «η γιαγιά μου παντρεύτηκε ένα Γερμανό, καθηγητή μουσικής, μαθητή του Βάγκνερ σε ηλικία δεκαέξη ετών. Ο γαμπρός έγινε Ορθόδοξος για να συναφθεί ο γάμος. Μετά που γέννησε τη μητέρα μου έμεινε χήρα. Η γιαγιά μου δεν γνώρισε άλλο άντρα. Διετήρησε το νου της ανέπαφο. Αφιερώθηκε στην εκκλησία. Έγινε ολόκληρη μια εκκλησία. Τακτική σε όλα. Με άλλαζε και έλεγε: Αλλάζει ο Χριστός και η Παναγία και τα αποφόρια τα φοράει ο Νικολάκης...». ο ίδιος δε ο συγγραφέας αλλού αναφέρει: «Μια νέα γυναίκα έγκυος στον έκτο μήνα. Ο άντρας της σκοτώνεται από πτώση αεροπλάνου, δεν βρίσκουν ούτε το αεροπλάνο, ούτε το πτώμα. Αυτή δε γνώρισε άλλο άντρα. Μετά όμως έπαθε άνοια. Άδειασε ο εγκέφαλός της, γιατί δεν είχε άλλο στήριγμα, παρά μόνο το ανθρώπινο δεσμό».
Βέβαια οι πατέρες είναι τόσο φιλάνθρωποι που ακολουθώντας αντίθετο δρόμο από αυτό της σύγχρονης ψυχαναλυτικής, λέγουν πως αν δούμε έναν άνθρωπο ο οποίος δεν έχει άλλο στήριγμα παρά μόνον τον «τύφο» του, την οίηση, την υπερηφάνειά του, δεν πρέπει να του το παίρνουμε γιατί ο άνθρωπος αυτός, μη έχοντας πού αλλού να στηριχθεί, μπορεί να απελπιστεί και να αυτοκτονήσει. Αντίθετα ο ψυχαναλυτής τού το στερεί για να είναι συνεπής προς την νευρωτική επιστημοσύνη του και τον αφήνει να κρέμεται τρέμοντας πάνω απ’ το κενό της Κόλασης.
Είναι ένας μεγάλος αγώνας ωστόσο αδελφοί μου, η κάθαρση του ανθρώπου. Είναι οδυνηρή, αβέβαιη κάποιες φορές, η πορεία από το άτομο στο πρόσωπο. Πρόκειται πολλές φορές για έντονη πνευματική έκρηξη.
Με την τήρηση των εντολών του Χριστού, και τον τριπλό αγώνα κατά του τριπλού κακού: της σάρκας (όχι του σώματος, αλλά του σαρκικού φρονήματος), του κόσμου και του διαβόλου, ο άνθρωπος σιγά σιγά καθαρίζεται, φωτίζεται και τέλος θεώνεται. Υπομένοντας «τον καύσωνα της ημέρας και τον παγετό της νυκτός» δηλαδή τους εσωτερικούς και εξωτερικούς τριγμούς λόγω της αντίδρασης των παθών, ιδιαιτέρως δε, της φιλαρχίας, της φιλαργυρίας και της φιληδονίας, των τριών κεφαλαιωδών παθών δηλαδή, που διακλαδίζονται σε αναρίθμητα αλλά με διαφορετική «κλινική εικόνα» στον καθένα μας, ο άνθρωπος φθάνει στο αρχέγονο κάλλος, στην πρωτόκτιστη αίγλη, πράγμα που μας υποδεικνύουν οι εικόνες ως τελικό προορισμό, αλλά και ως μία διαρκώς βιουμένη μεταμόρφωση στο τώρα.
Η συμμετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας μας, ιδιαιτέρως σ’ αυτό της Θείας Ευχαριστίας και ύστερα από σωστή εξομολόγηση είναι απαραίτητη στην πορεία μας αυτή προς το καθ’ ομοίωσιν. Όχι όμως ψυχαναγκαστικά, στανικά, προσπαθώντας να ξεπεράσουμε τις ανασφάλειές μας και να αισθανθούμε ψυχολογικά ήρεμοι. Όχι να συνδεόμαστε με τον πνευματικό, ειδωλοποιώντας τον, κάνοντάς τον είδος γκουρού, στου οποίου τα παραμικρά κελεύσματα υπακούμε, χτίζοντας μέσα μας ένα είδωλο «καλογερικής» -τάχατες- υπακοής, καλύπτοντας προφανώς δικά μας άλλα κενά, αλλά και κενά του πνευματικού ενδεχομένως.
Στον πατέρα μας πηγαίνουμε ν’ ακουμπήσουμε πέρα από τα όποια αμαρτήματα, ομολογώντας σε γενικές γραμμές τις βασικές μας πτώσεις, ν’ ακουμπήσουμε του καημούς μας, τον καημό μας ακριβέστερα. Τον καημό μας να αγαπάμε το Θεό και τον πλησίον, τον καημό μας ν’ αγαπώμεθα και τον καημό μας να μάθουμε και να νοιώσουμε ότι έχουμε ανεπανάληπτη αξία ως πρόσωπα. Και αν ο πατέρας είναι ολοκληρωμένη πνευματική προσωπικότης, θα μας πάρει και θα μας οδηγήσει στα ενδότερα του ναού της καρδίας, παρόλη την πολλή πίεση που αισθανόμαστε στην είσοδο. Κι αν δεν έχουμε δυνάμεις, εξαντλημένους θα μας μεταφέρει στα χέρια του ως πατέρας και ως μητέρα κατά τους αγίους Ιωάννη τον Σιναίτη και Σεραφείμ του Σάρωφ, αντίστοιχα.
Η χαρά μας μεταδίδεται από την καρδιά στο σώμα. Χαιρόμαστε επικαλούμενοι τον Χριστό, να μεταμορφώσει τα πάθη μας όσα και όποια κι αν είναι αυτά. Προσέχουμε: κανένα πάθος δεν πρέπει να αφαιρεθεί, δεν πρέπει να χαθεί τίποτε, αλλά όλα να μεταμορφωθούν. Τέλος, να μεταμορφωθεί και το σώμα. Όπως το λέγει και ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος: «...γινόμαστε μέλη του Χριστού και ο Χριστός δικό μας μέλος, και το χέρι μου γίνεται Χριστός, και το πόδι μου Χριστός, παρόλο που είμαι άνθρωπος, και γίνομαι εγώ χέρι Χριστού και πόδι Χριστού, κουνώ το χέρι μου και το χέρι μου είναι όλο Χριστός, κουνώ το πόδι και αυτό αστράφτει σαν Εκείνον, μη λες ότι βλασφημώ αλλά δέξου αυτά τα πράγματα και προσκύνησε το Χριστό, που σε καθιστά τέτοιο».
Σαν ξένα να ακούγονται τα λόγια του αγίου στον άσαρκο χριστιανισμό μας, στην άσαρκη ιδεοληπτική νεύρωσή μας του σήμερα. Τί ψάχνεις ατέρμονα να βρει αδελφέ; Ποιο πράγμα δείχνει τη Βασιλεία του Θεού μας μέσα στην Ιστορία; Ο Πλωτίνος θα απαντούσε «η θεωρία», ο ιερός Αυγουστίνος, το ίδιο. Ο άγιος Συμεών τί απαντάει; «τα αγαθά της Βασιλείας του Θεού είναι το σώμα και το αίμα του Κυρίου, τα οποία κάθε μέρα τρώμε και πίνουμε. Έξω από αυτά δεν θα βρεις τίποτα, ακόμα κι αν διατρέξεις όλη την κτίση».
Έτσι όταν ζούμε γινόμαστε όμοιοι στο φρόνημα, ομοιότροποι με τα πρόσωπα που εικονίζονται στις αγιογραφίες, και που αποτελούν τους πραγματικούς γονείς και αδέλφια μας και μας καλούν συνεχώς ν’ αλλάξουμε ζωή.
Σώμα και Αίμα για να ζήσουμε λοιπόν. Όχι άσαρκα ιδεολογήματα και θεωρίες και «αέρας κοπανιστός» που λέει και ο λαός.
Γι’ αυτό κι ένας παππούλης –ιερεύς κάποτε φίλαγε τα χέρια του και τα μπράτσα του και τους αγκώνες του λέγοντας: Να! Χριστέ μου, εδώ είσαι, κι εδώ, κι εκεί και σε φιλώ και σε προσκυνώ. Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με. Αμήν!

 

—————

Πίσω