ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

2013-07-02 02:02

 

 
Μακαριώτατε, Προκαθήμενε τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος κ.κ Χριστὀδουλε,
Σεβασμιώτατε Ἐκπρόσωπε τῆς Αὐτοῦ θειοτάτης Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου και Τοποτηρητά Μητροπολῖτα Γρεβενῶν κ.κ Σέργιε,
Πενθηφοροῦσα τῶν Σεβασμιωτάτων ὁμήγυρις,
Ἐντιμώτατατοι Ἄρχοντες τῆς Πολιτείας, τοῦ Στρατοῦ καἰ τῶν Σωμάτων Ἀσφαλείας,
Σεβαστοί Πατέρες,
Περιούσιε τοῦ Κυρίου λαἐ.
Ἐσίγησεν ὁ Ἐπίσκοπός μας, ὁ Σισανίου και Σιατίστης Ἀντώνιος! Καί ὅλοι ἐμεῖς ἐδῶ, Κλῆρος καί λαός, θρηνοῦμε καί χαιρόμαστε μαζί.
Θρηνοῦμε ἀφ’ ἑνός, γιατί στό πρόσωπο τοῦ κεκοιμημένου Πατρός ἐγνωρίσαμε τόν φιλόστοργο κηδεμόνα,
τόν πρᾶο καί γλυκύ Ποιμένα, τόν ἄδολο, χαριτωμένο καί χαρίεντα οἰκοδεσπότη, τόν πεπαιδευμένο θεολόγο, τόν ἀδιαλείπτως προσευχόμενο Γέροντα, τόν νηστεύοντα καί ἀγρυπνοῦντα Μοναχό, τόν ἀφιλοχρήματο καί φιλάνθρωπο Ἐπίσκοπο, τόν ἄνθρωπο πού ταπεινῶς «ὡς στρουθίον ἐμόνασεν ἐπί τοῦ δώματος» τοῦ Ἐπισκοπικοῦ του οἴκου τοπικῶς, ἀλλ’ ἐν ὑπερώῳ τόπῳ ταῖς ὑψηλαῖς φρεσίν τροπικῶς.

Μονώτατος καί ἀπόμακρος ἐξωτερικῶς, ἀλλά παρρησίαν ἔχων στήν προσευχήν, ταῖς γλυκείαις προσρρήσεσι καί ἐντεύξεσιν ὁμιλῶν τῷ Κύρίῳ ἀγκάλιαζε μέ τήν ἐνέργεια τῆς προσευχῆς του ὅλα τά πλάσματα μεταμορφώνοντάς τα. Ἄκρως εὐγενής ὁ Πατέρας μας. Περικλείων χάριτι Θεοῦ στήν ἄβυσσο τῆς καρδίας του κάθε μας πρόβλημα καί ἀναφέροντάς το στό Θεό, ἄν καί πολλοί οἱ παρήκοοι και ψευδευλαβεῖς πού τόν ἐπικραίναμε. Αὐτό τό ἀποστεωμένο στέρνο μέ λυγμικές προσευχές ἕως τέλους ἀλάλαζε πρός τήν Ἁγία Τριάδα. Τά ὄστινα χέρια του ὀρθάνοιχτα στό ἄπειρο τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου εὐλογούσανε ἔως τέλους.
Ἦταν ἡ τελευταία ἀναμέτρηση, ἡ τελευταία καθαίρεση τῶν ὀχυρωμάτων καί τῶν νοερῶν τοῦ ἀντιδίκου ὑποβολῶν, ὁ ὁποῖος ὡς τριπλό κακό, σάρκα –κόσμος- διάβολος, ἀποπειράθηκε κατά θεία παραχώρηση νά προσβάλει καί νά ἐξετάσει τόν ἐγκόσμιο ἀσκητή καί ἱερατικῆς ἀφοσιώσεως Ἐξομολόγο.
Ζήσαμε ἀπό κοντά τήν ἀσθένεια τοῦ Ἐπισκόπου μας. Συναγρυπνοῦντες καί συμπροσευχόμενοι γνωρίσαμε ἕναν ἄλλον Ἐπίσκοπο. Χαριέστατο, ὑπομειδιῶντα, ἀστεϊζόμενο, σάν νά μή στεναχωρούμεθα γιά τόν χωρισμό πού πλησίαζε σέ ἀπόσταση ἀναπνοῆς. Ἀλλά κι ἕναν Ἐπίσκοπο προσευχόμενο, καίτοι θλιβόμενο, κακουχούμενο, στενοχωρούμενο. Προσευχόμενο ἐνίοτε ἐν ἐκστάσει, δακρύοντα τούς νοερούς καί αἰσθητούς ὀφθαλμούς, ὑψοῦντα τάς χεῖρας, ἄν καί ἐφαίνετο πὼς ἐκοιμᾶτο.
Κύριος οἶδε ποῖα κύματα νοημάτων τοῦ κατέπληττον τόν νοῦν. Ποῖοι νοητοί σίφωνες ἐπέρρεον ραγδαίως τόν ὑετόν τῆς χάριτος στή γῆ τῆς καρδίας του. «Θά σᾶς πῶ ὅταν γίνω καλά. Σέ μένα τόν ἁμαρτωλό καί ἀνάξιο ὁ Κύριος;» εἶπε ὀλίγο πρό τῆς δευτέρας ἐπεμβάσεως.
«Ἀργαλέος ὁ ἀγὼν εἰς τόν ὁποῖον ἀποδίδεται ὁ ἄνθρωπος ἐναντίον τῆς ὀφιώδους καί θηριομόρφου κακίας.» Ἄν καί τά επίθετα «ὀφιώδης» καί θηριόμορφος φαίνεται νά ἔχουν ἐρανισθεῖ ἀπό τόν ὅσιον Ἰσίδωρο τόν Πηλουσιώτη, ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὁ Γέροντας τά ἐπρόφερε ἔδειχνε ὅτι εἶχε ἐμπειρία καί μάλιστα τοῦ δήγματος «ὄφεων καί θηρίων».
Ἔκλεινε τά μάτια βυθίζοντάς τα στόν οὐρανό τῆς καρδίας του καί μᾶς ἐδιηγεῖτο φάσεις τοῦ νοεροῦ πολέμου, ἐνῶ ἐμεῖς δέν ἐχορταίναμε νά ἀπολαμβάνομε τό οὐράνιο μάνα τῆς διδασκαλίας του.
Κι ὅταν κάποιος ἀπό ἐμᾶς δέν πρόσεχε τούς λογισμούς του, ὑποχωροῦσε στίς ὑποβολές τῶν παθῶν καί τῶν δαιμόνων, ὁ ὄντως Ἐπίσκοπος δέν ἔπαυε νά τόν νουθετεῖ ἀκόμη καί κατά τή διάρκεια τοῦ ὕπνου. Ἔτσι ὁ Δεσπότης μας γινότανε ἄγγελος, ἔνδυμα, τροφή πνευματική καί ἐντρύφημα τῆς καρδίας μας, βρῶσις καί πόσις γιά ἐμᾶς τούς ἀναιμικούς, τούς καχεκτικούς πνευματικά. Ὄντως θαλπωρή καί πανήγυρις νοσσίων ὑπό τάς πτέρυγας τῆς ὄρνιθος.
Ὁποία ἡ χαρά καί ὁποία ἡ εὐθύνη νά ἔχουμε δεχθεῖ τή φλόγα τῆς Ἱερωσύνης ἀπό τέτοια πάνσεπτα χέρια! Πόσο χρεῶστες εἴμαστε ἐνώπιον τοῦ Παναγίου Θεοῦ!
Κάθε βῆμα τῆς ὁδυνηρᾶς ἀσθενείας ἑνός ἁγιασμένου ἀνθρώπου δέν παύει γιά τούς γύρω του νά γίνεται ἕνα κομμάτι οὐρανοῦ, μία ἀποκάλυψη ζωντανῆς, βρύουσας θεολογίας.
Ἀναρωτιόμασταν στό θάλαμο τῆς Ἐντατικῆς, καί προθάλαμο τῆς Αἰωνιότητος: τί δηλώνει, τί φανερώνει αὐτό τό παραιτημένο, ἀπισχνασμένο, κατατρυπημένο, χλωμό καί βασανισμένο σῶμα μέσα στή βυθιότητά του; Καί ἐρχόταν ἡ ἀπάντηση σέ πολλούς ἀπό ἐμᾶς: ἕνα πρόσφορο καί μάλιστα λογχισμένο στή δεξιά πλευρά, ὁλόκληρο, ἀκέραιο στό Χριστό. «Ὥσπερ πελεκάν τετρωμένος τήν πλευράν...». Ὁλόκληρος ὁ Πατέρας μας πλέον. Ὅλος στό Χριστό. Τοῦ τά ἔδωσε ὅλα μαζί καί κάθετι χωριστά.
Τή λύπη ὅμως πού ἀκολουθεῖ τό φυσικό χωρισμό τοῦ σώματος, συνοδεύουν ἡ χαρά καί ἡ βεβαιότης ὅτι στόν ἐκλιπόντα Ἐπίσκοπό μας, ὕστερα ἀπό τήν τακτοποίηση καί τῶν τελευταίων ἐκρεμμοτήτων, στήν ὁποία συνετέλεσε καί τό ἄλγος τῆς σύντομης, πλήν βαρυτάτης ἀσθενείας του, ἤδη ἀπό ἐδῶ «ἡτοιμάσθη τόπος ἀναπαύσεως», καταπαύσεως, ἀναψύξεως καί σαββατισμοῦ.
Ὅλοι ἐμεῖς ἐδῶ, πενθηφοροῦντες καί κλαίοντες, χαιρόμαστε πού ὁ θεοπρόβλητος καί θεόκλητος Ἐπίσκοπός μας ὡς παιδί τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων εὑρίσκεται αὐτήν τήν στιγμή ἀνάμεσά τους καί περιμένει αὐτός ἐμᾶς, ὄχι ἐμεῖς αὐτόν. Ἄλλωστε μέ τό ἀψευδές στόμα του ὁ μεγάλος Διδάσκαλος, «ὁ πρεσβύτερος Ἀδελφός μας», κατά τήν προσφιλῆ ἔκφραση τοῦ ἀκριβοῦ ἐκλιπόντος Πατρός μας, ὑποσχέθηκε ὅτι στή μέλλουσα ζωή θά γίνει διάκονός μας, θά ζώσει τή μέση Του καί ἀφοῦ μᾶς βάλει νά καθίσουμε κοντά Του θά μᾶς ὑπηρετήσει. «Περιζώσεται καί ἀνακλινεῖ αὐτούς καί παρελθών διακονήσει αὐτοῖς». (Λουκ. 12,37)
Τοῦ Σεβασμιωτάτου καί θεοπροβλήτου Μητροπολίτου Σισανίου καί Σιατίστης Ἀντωνίου, Αἰωνία ἡ μνήμη.

 

—————

Πίσω